Σχεδόν 2 στους 3 επιχειρηματίες (61%) θεωρούν ότι οι επιχειρήσεις τους θα επανέλθουν σε κανονικούς ρυθμούς λειτουργίας μετά από τουλάχιστον ένα χρόνο, σύμφωνα με τις απαντήσεις που έδωσαν σε έρευνα του Ινστιτούτου Εμπορίου και Υπηρεσιών της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ) για τις οικονομικές επιπτώσεις από την πανδημία.
Επίσης, σχεδόν 3 στις 4 επιχειρήσεις δεν διαπίστωσαν κάποια μεταβολή στην τιμολογιακή πολιτική των προμηθευτών τους από την εμφάνιση της πανδημίας.
Το ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ διενήργησε δύο έρευνες. Η πρώτη αφορά στις κλειστές και πληττόμενες εμπορικές επιχειρήσεις (δείγμα 350 επιχειρήσεων) όπου αποτυπώνονται οι απόψεις των επιχειρηματιών και αξιολογούνται από αυτούς τα μέτρα ανακούφισης έναντι των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας. Επιπλέον, αποτιμάται ο βαθμός ανταπόκρισης των κρατικών πρωτοβουλιών στις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας. Η δεύτερη αφορά στις επιχειρήσεις τροφίμων (δείγμα 300 επιχειρήσεων) οι περισσότερες από τις οποίες έμειναν ανοιχτές σε όλη τη διάρκεια της κρίσης. Η πρωτοβουλία αποσκοπεί να συμβάλλει ουσιαστικά στη διατύπωση επικαιροποιημένων προτάσεων και στη βελτίωση των υφιστάμενων πολιτικών, συντομεύοντας με αυτόν τον τρόπο τη διάρκεια της ύφεσης και περιορίζοντας τις απώλειες.
Ένα σημαντικό εύρημα, όπως σημειώνεται από την ΕΣΕΕ, είναι η αλλαγή της καταναλωτικής συμπεριφοράς. Ασχέτως του ποσοστού των κλειστών ή πληττόμενων επιχειρήσεων που πραγματοποίησε διαδικτυακές πωλήσεις σημαντική ήταν η αλλαγή και στις ανοιχτές. Τηλεφωνικές παραγγελίες και αξιοποίηση δικτύων delivery για πωλήσεις αποτελούν νέα ευρήματα.
Επίσης, ενδιαφέρον για το άμεσο μέλλον έχει η σύνδεση της εγχώριας παραγωγής με την εμπορική επιχειρηματικότητα, κάτι που έγινε και στην κορύφωση της κρίσης το 2012. Δηλαδή, η δυσκολία στις εισαγωγές για μια περίοδο ίσως δώσει το χώρο στην ελληνική παραγωγή να ανταποκριθεί στις ανάγκες της εσωτερικής ζήτησης. Σε αυτήν την διαδικασία το εμπόριο εκτιμά ότι θα είναι σημαντικός πολλαπλασιαστής και πολύ πιθανόν να συμβάλλει στην ανασυγκρότηση του μείγματος του ελληνικού ΑΕΠ.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον καταγράφηκε από τις επιχειρήσεις στη διατύπωση προτάσεων, τις οποίες η ΕΣΕΕ επεξεργάζεται ώστε να τις προωθήσει στην Πολιτεία. Σημαντικό τμήμα των προτάσεων αφορά στην χρηματοδότηση και στο ζήτημα της ρευστότητας. Ενδεικτικά οι έμποροι προτείνουν:
* Αναστολή χρεώσεων και εξόδων κίνησης στους λογαριασμούς τραπεζών με τη χρήση e-banking
* Επιδότηση των εργαλείων για τη δημιουργία ηλεκτρονικού καταστήματος (e-shop)
* Ειδική μέριμνα για τις εποχιακές επιχειρήσεις (πάγωμα πληρωμών μέχρι την έναρξη του 2021)
* Ακατάσχετος Λογαριασμός
* Δάνεια στους καταναλωτές (τάξεως 2.000 ευρώ) με σκοπό την ενίσχυση της καταναλωτικής ζήτησης
* Εφάπαξ επιδότηση για την επανεκκίνηση της επιχείρησης (5.000 ευρώ).
Επιστροφή στην κανονικότητα
Φαίνεται ότι αναφορικά με το χρόνο που θα χρειαστεί για επιστροφή στην προ COVID-19 εποχή οι έμποροι είναι αρκετά διστακτικοί. Μόλις το 19% των επιχειρηματιών θεωρούν πως αρκούν 2 έως 4 μήνες για την αποκατάσταση της λειτουργίας των επιχειρήσεών τους, ενώ 19% θεωρεί ότι εντός ενός εξαμήνου κάτι τέτοιο είναι εφικτό. Αντίθετα, σχεδόν 2 στους 3 επιχειρηματίες (61%) θεωρούν ότι οι επιχειρήσεις τους θα επανέλθουν σε κανονικούς ρυθμούς λειτουργίας μετά από τουλάχιστον ένα χρόνο. Η άποψη των τελευταίων είναι πολύ πιθανόν να οδηγείται σε αυτήν την άποψη από τις προβλέψεις ότι η Ελλάδα θα έρθει αντιμέτωπη με μία ιδιαίτερα ισχυρή ύφεση το 2020, ενώ θα απαιτηθούν τουλάχιστον δύο χρόνια για να επανέλθει η οικονομία στην κατάσταση που ήταν στις αρχές του 2020. Η εξέλιξη αυτή αναμένεται να συρρικνώσει σημαντικά τόσο την κατανάλωση όσο και την εμπιστοσύνη στην αγορά.
Διαδικασίες ένταξης επιχειρήσεων στα μέτρα
Στο ζήτημα των απαραίτητων διαδικασιών για ένταξη των επιχειρήσεων στα μέτρα οι απόψεις των επιχειρηματιών είναι μοιρασμένες ισομερώς. Το 51% χαρακτήρισε τις διαδικασίες για την ένταξη της επιχείρησής τους στα μέτρα αναχαίτισης των συνεπειών της πανδημίας από «πολύ» έως «αρκετά» περίπλοκες. Στη διαμόρφωση αυτού του ποσοστού ενδεχομένως σημαντικό ρόλο να διαδραμάτισαν οι διάφορες, κατά σειρά, ανακοινώσεις αλλά και η σταδιακή εφαρμογή πακέτων μέτρων καθώς καθίσταντο σταδιακά αισθητές οι επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία και στην κοινωνία. Από την άλλη πλευρά, το 48% των επιχειρηματιών βρήκε τις γραφειοκρατικές απαιτήσεις «λίγο» ή «καθόλου» περίπλοκες. Πάντως, το υψηλότερο ποσοστό απαντήσεων συγκεντρώθηκε στις κατηγορίες «αρκετά» και «λίγο».
Βαθμός ενημέρωσης για τα μέτρα
Η παραπάνω εικόνα αντιστρέφεται ως ένα βαθμό σε ό,τι αφορά την ενημέρωση των επιχειρηματιών για την ένταξή στα μέτρα. Δύο στους τρεις επιχειρηματίες (64%) δηλώνουν ότι ενημερώθηκαν «πολύ» ή «αρκετά» εύκολα σχετικά με τις διαδικασίες ένταξης των επιχειρήσεών τους σε κάποια από τις υφιστάμενες ρυθμίσεις. Αντίθετα, το 35% των επιχειρηματιών συνάντησε εμπόδια στην ενημέρωση. Κομβικό ρόλο σε αυτό το σημείο είναι πολύ πιθανό να διαδραμάτισε τόσο το ενημερωτικό site της ΕΣΕΕ και η τηλεφωνική γραμμή ενημέρωσής όσο και η εξοικείωση του επιχειρηματία με πηγές ενημέρωσης όπως το διαδίκτυο αλλά και η συνεργασία με τον λογιστή του.
Διαδικτυακές πωλήσεις
Από τις κλειστές και πληττόμενες επιχειρήσεις μόνο το 21% έκανε διαδικτυακές πωλήσεις ήδη πριν την έναρξη της πανδημίας ενώ μόλις το 2% ξεκίνησε μετά την έναρξη. Το τελευταίο εύρημα δεν προκαλεί εντύπωση. Η δυνατότητα διαδικτυακών πωλήσεων προϋποθέτει την κατάλληλη υποδομή και ένα ελάχιστο επίπεδο εξοικείωσης με τις νέες τεχνολογίες, ενώ οι διάφοροι περιορισμοί (πίεση χρόνου, επιχειρήσεις υπό καθεστώς απαγόρευσης λειτουργίας, εύρεση κατάλληλου προσωπικού σε περιόδους ρευστότητας κ.λπ.) δεν ευνοούν το συγκεκριμένο εγχείρημα. Παράλληλα, το ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό των επιχειρήσεων που δεν είναι σε θέση να πραγματοποιήσει διαδικτυακές πωλήσεις υπογραμμίζει την ανάγκη τεχνολογικού εκσυγχρονισμού των εμπορικών καταστημάτων και αναβάθμισης των ηλεκτρονικών τους υπηρεσιών.
Αποτελέσματα διαδικτυακών πωλήσεων
Σύμφωνα με τις απαντήσεις, ακόμα και οι επιχειρήσεις που διαθέτουν υποδομές ηλεκτρονικού εμπορίου δεν φαίνεται να είναι σε θέση να αντιστρέψουν τη γενική πτωτική τάση του κύκλου εργασιών, καθώς 6 στις 10 επιχειρήσεις παρουσιάζουν μείωση των πωλήσεων τους.
Ωστόσο, υπογραμμίζονται τα πλεονεκτήματα του «ψηφιακού μετασχηματισμού» τα οποία αποκρυσταλλώνονται στο γεγονός πως 2 στις 10 επιχειρήσεις σημειώνουν αύξηση των πωλήσεων τους εν μέσω της πανδημίας, γεγονός που τεκμηριώνει τη μεταλλαγή της καταναλωτικής συμπεριφοράς κατά τη διάρκεια της πανδημίας και την ανάγκη προσαρμογής των επιχειρήσεων στις νέες συνθήκες.
Εξειδίκευση των μέτρων
Η εξειδίκευση των μέτρων που υιοθέτησε η κυβέρνηση κρίνεται εν γένει αποδεκτή από τις εμπορικές επιχειρήσεις με το βαθμό κρισιμότητας τους να παρουσιάζει μια αξιοπρόσεκτη ομοιογένεια μεταξύ των διαφορετικών κατηγοριών. Σχεδόν το σύνολο των μέτρων θεωρούνται ως ιδιαίτερα σημαντικά, με τις απαντήσεις «αρκετά» και «πολύ» να κυμαίνονται από το 54% έως το 73% για το εν λόγω πακέτο παρεμβάσεων.
Πρώτα στη θετική αξιολόγησή 73% κατατάσσονται τα μέτρα που δίνουν τη δυνατότητα έκπτωσης επί της οφειλής για τις ασφαλιστικές εισφορές και για τις φορολογικές υποχρεώσεις (3 στις 4 επιχειρήσεις). Παράλληλα, τα μέτρα που σχετίζονται με την αναστολή των προθεσμιών λήξης για αξιόγραφα/επιταγές (72%) αλλά και της αναστολής των φορολογικών/ασφαλιστικών υποχρεώσεων περιγράφονται επίσης ως ιδιαίτερα κρίσιμα. Σημαντική αποδοχή (70%) καταγράφεται και στην κρατική επιδότηση επιτοκίου των ενήμερων επιχειρηματικών δανείων.
Οι κατηγορίες μέτρων που απολαμβάνουν τους χαμηλότερους βαθμούς κρισιμότητας είναι το ειδικό μέτρο της «επιστρεπτέας προκαταβολής», όπου το 31% το θεωρεί από λίγο έως και καθόλου σημαντικό, αλλά και η καταβολή του μειωμένου δώρου του Πάσχα από τους εργοδότες έως και τα τέλη Ιούνη του 2020, όπου το 37% του αποδίδει από μικρή μέχρι και ελάχιστη σπουδαιότητα. Βέβαια, σε σχέση με την επιστρεπτέα προκαταβολή, εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ποσοστό 11% των επιχειρηματιών δήλωσε ότι δεν γνωρίζει ή δεν απαντά, γεγονός που φαίνεται να σχετίζεται με το γεγονός πως το 7% δηλώνει ότι δεν είναι ενημερωμένο σχετικά με το μέτρο.
Αναμόρφωση των μέτρων
Το μέτρο που οι επιχειρήσεις θεωρούν ότι χρήζει αναδιαμόρφωσης σε μεγαλύτερο βαθμό είναι η καταβολή αποζημίωσης ειδικού σκοπού των 800 ευρώ, αφού περισσότερες από τις μισές επιχειρήσεις φαίνεται να επιθυμούν μια πιο γενναιόδωρη προσέγγιση. Αυτό το εύρημα σχετίζεται με την απουσία κάποιου σχετικού μέτρου μη επιστρεπτέας χρηματοδότησης (επιδότηση) το οποίο θα μεταφραστεί σε άμεση αύξηση της ρευστότητας. Επιπρόσθετα, πάνω από τέσσερις στις δέκα επιχειρήσεις θα επιθυμούσαν μια διαφορετική διαμόρφωση του μέτρου σχετικά με την καταβολή του ενοικίου, το οποίο και αποτελεί το υπ’ αριθμόν σημαντικότερο πάγιο έξοδο της επιχείρησης από όσες καταβάλλουν μίσθωμα. Επιπλέον, το 40% των επιχειρήσεων θεωρεί αναγκαία την περαιτέρω μείωση των ενοικίων.
Οι αναστολές πληρωμής των ασφαλιστικών και φορολογικών υποχρεώσεων, των ρυθμισμένων οφειλών αλλά και των αξιογράφων/επιταγών έχουν κερδίσει μια αξιόλογη αποδοχή αφού λιγότερες από τέσσερις στις δέκα επιχειρήσεις θα ήθελαν μια διαφορετική σύνθεση των μέτρων. Τέλος ζητήματα όπως η κρατική επιδότηση επιτοκίου των ενήμερων επιχειρηματικών δανείων, η αναστολή της σύμβασης εργασίας των εργαζομένων της επιχείρησης αλλά και η καταβολή μειωμένου δώρου Πάσχα από τους εργοδότες έως και τα τέλη Ιούνη φαίνεται ότι δεν αποτελούν προτεραιότητά τους.
Έρευνα στις επιχειρήσεις τροφίμων (ΚΑΔ 47.2)
O κλάδος των τροφίμων αποτελεί τον τρίτο αριθμητικά σημαντικότερο κλάδο του λιανικού εμπορίου, συγκεντρώνοντας το 15,2% του συνόλου των επιχειρήσεων λιανικής πώλησης. Το στοιχείο αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι σε όλη τη διάρκεια της κρίσης COVID-19 η πλειοψηφία αυτών των επιχειρήσεων παρέμειναν ανοιχτές κατέστησε απαραίτητη την μελέτη τους σε μια διακριτή έρευνα. Η έρευνα που διενεργήθηκε ήταν τηλεφωνική με χρήση δομημένου ερωτηματολογίου σε δείγμα 300 επιχειρήσεων του κλάδου των τροφίμων, εφαρμόζοντας στρωματοποιημένη δειγματοληψία σε δύο στάδια.
Αναλυτικά τα αποτελέσματα:
– Μεταβολή κύκλου εργασιών και αγορών εμπορευμάτων από την έναρξη της πανδημίας σε σύγκριση με περυσινή αντίστοιχη περίοδο
Οι 2 στις 3 επιχειρήσεις (65%) του κλάδου των τροφίμων κατέγραψαν μείωση του κύκλου εργασιών για το διάστημα από αρχές Μαρτίου έως μέσα Απριλίου σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019, ενώ 1 στις 5 (19%) δήλωσε στασιμότητα. Ωστόσο το 16%, σχεδόν 1 στις 6 κατέγραψε αύξηση των πωλήσεών του σε ετήσια βάση.
Οι μεταβολές αυτές ωστόσο δεν είναι ομοιόμορφες. Έτσι, παρουσιάζεται σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ της λιανικής πώλησης φρούτων και λαχανικών (μη πληττόμενες) και του λιανικού εμπορίου ψωμιού. Εδώ στην πρώτη περίπτωση το 33% των επιχειρήσεων κατέγραψε αύξηση στις πωλήσεις σε αντίθεση με τη δεύτερη που μόνο το 3% είχε αύξηση. Κατ’ αναλογία στις επιχειρήσεις φρούτων λαχανικών μείωση είχε το 43% έναντι 80% των φούρνων και 65% για το σύνολο του κλάδου. Στο παραπάνω εύρημα να σημειωθεί ότι τα φρούτα και τα λαχανικά καταναλώνονται άμεσα και δεν αποτελούν προϊόντα που μπορούν να διατηρηθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όμοια αλλά με πολύ χαμηλότερη ένταση καλύτερη φαίνεται να είναι και η εικόνα της κατηγορίας λιανικό εμπόριο άλλων τροφίμων (47.29, είδη τροφίμων, βιολογικά τρόφιμα, μπαχαρικά κτλ).
Σημαντική διαφοροποίηση φαίνεται να παρατηρείται με βάση το κριτήριο του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών της επιχείρησης, καθώς στις επιχειρήσεις με σχετικά μεγαλύτερο κύκλο εργασιών εμφανίζονται καλύτερες επιδόσεις σε σύγκριση με τις μικρότερες επιχειρήσεις στο υπό διερεύνηση διάστημα. Πιο συγκεκριμένα, στις επιχειρήσεις με έως 20.000 ευρώ ετήσιο κύκλο εργασιών, η πλειονότητα των επιχειρηματιών, περίπου 3 στους 4, δήλωσε μείωση του τζίρου σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019, ενώ για τις επιχειρήσεις από 20.000 ευρώ και άνω η αναλογία εμφανίζεται πολύ χαμηλότερη, 5-6 στους 10.
– Αγορές εμπορευμάτων.
Οι μισές επιχειρήσεις απάντησαν στην κρίση COVID-19 με μείωση αγορών εμπορευμάτων σε σύγκριση με το 2019, ενώ 1 στις 3 (35%) διατήρησε σταθερό το ύψος των προμηθειών της. Ωστόσο 14% των επιχειρήσεων και παρά τις αντίξοες φετινές επικρατούσες συνθήκες λόγω πανδημίας αύξησε τις αγορές εμπορευμάτων σε σύγκριση με το αντίστοιχη περσινή περίοδο.
– Μεταβολή στην απασχόληση από την έναρξη της κρίσης COVID-19.
Καμία από τις επιχειρήσεις τροφίμων δεν αύξησε το προσωπικό της από την έναρξη της πανδημίας, την ίδια στιγμή που 1 στις 4 (24%) επέλεξε να κάνει χρήση του δικαιώματος αναστολής των συμβάσεων εργασίας των μισθωτών της για 45 ημέρες/διάστημα της κρίσης. Μόλις το 2% των εργοδοτών προχώρησε σε απόλυση μέρους ή του συνόλου του προσωπικού της. Η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων, περίπου 3 στις 4 δεν προέβη σε κάποια ενέργεια μεταβολής του αριθμού των εργαζομένων της.
– Μεταβολή των τιμών αγοράς.
Σχεδόν 3 στις 4 επιχειρήσεις δεν διαπίστωσαν κάποια μεταβολή στην τιμολογιακή πολιτική των προμηθευτών τους από την εμφάνιση της πανδημίας. Αντίθετα το 16% κατέγραψε αύξηση και μόνο το 9% μείωση του κόστους προμήθειας των εμπορευμάτων τους. Το στοιχείο αυτό φανερώνει εκτός των άλλων και την καλή σχέση ανάμεσα στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο αφού το 83% είτε δεν είδε μεταβολή είτε είδε μείωση στις τιμές χονδρικής.
– Μεταβολή της επισκεψιμότητας στο κατάστημα.
Οι 7 στις 10 επιχειρήσεις κατέγραψαν μείωση της επισκεψιμότητας από το ξέσπασμα της πανδημίας. Από τις υπόλοιπες ποσοστό 15% δεν κατέγραψε καμία μεταβολή. Υπάρχει όμως και ένα 15% που παρατήρησαν αύξηση της επισκεψιμότητας από την πελατεία τους. Αντίστοιχα τα καταστήματα λιανικού εμπορίου φρούτων και λαχανικών παρουσιάζουν καλύτερη εικόνα και σε όρους επισκεψιμότητας. Εύρημα που επιβεβαιώνει την καλύτερη επίδοσή τους σε σύγκριση με τις υπόλοιπες κατηγορίες τροφίμων. Στον αντίποδα τόσο τα καταστήματα λιανικού εμπορίου ψαριών, όσο και οι φούρνοι παρουσιάζουν μια εντονότερα αρνητική εικόνα.
Όσον αφορά στη μεταβολή της επισκεψιμότητας στο κατάστημα, μεταξύ της χαμηλότερης και ενδιάμεσης κατηγορίας τζίρου δε φαίνεται να σημειώνονται ιδιαίτερες διαφοροποιήσεις. Αντίθετα, σημειώνεται ισχυρή διαφοροποίηση με τις επιχειρήσεις με υψηλότερο κύκλο εργασιών (100.000 ευρώ και άνω). Συγκεκριμένα, στις επιχειρήσεις με ετήσιο κύκλο εργασιών έως 20.000 ευρώ σχεδόν οι 8 στις 10 σημειώνουν μειωμένη επισκεψιμότητα σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019, με παρεμφερείς επιδόσεις και για εκείνες με ετήσιο τζίρο έως 100.000 ευρώ (7 στις 10). Τουναντίον, το αντίστοιχο ποσοστό για τις άνω των 100.000 είναι κατά πολύ χαμηλότερο (40%).
– Μεταβολή μέσης αξίας αγοράς ανά πελάτη.
Για ένα αρκετά σημαντικό ποσοστό (25%) η μέση αξία αγορών ανά πελάτη αυξήθηκε. Βέβαια λίγο περισσότερες από τις μισές επιχειρήσεις ισχυρίστηκαν πως συντελέστηκε μείωση της μέσης αξίας αγοράς ανά πελάτη από την εμφάνιση της πανδημίας, με 1 στις 5 να δηλώνει στασιμότητα και 1 στις 4 διαπίστωσε αύξηση της μέσης αξίας αγοράς ανά πελάτη.
– Υπηρεσία παράδοσης κατ΄ οίκον στα καταστήματα τροφίμων.
Ένα από το ενδιαφέροντα ευρήματα της έρευνας συνδέεται με την αλλαγή στις καταναλωτικές συνήθειες. Έτσι ενώ σε ποσοστό 39% η υπηρεσία παράδοσης στο σπίτι προϋπήρχε και ήταν διαθέσιμη από τις επιχειρήσεις τροφίμων ακόμη και πριν την έναρξη της πανδημίας, το 35% την υιοθετεί για πρώτη φορά τώρα. Με την επιβολή των περιοριστικών μέτρων μετακίνησης των πολιτών εξαιτίας της πανδημίας, 1 στις 3 υιοθέτησαν την υπηρεσία παράδοσης κατ΄ οίκον, επιδεικνύοντας ισχυρή προσαρμοστικότητα στις νέες συνθήκες και απαιτήσεις του καταναλωτικού κοινού, με γνώμονα τη διευκόλυνση των πελατών τους, την εξυπηρέτηση των ευπαθών ομάδων αλλά και την αντιμετώπιση του ανταγωνισμού. Αντίθετα, 1 στις 4 επιχειρήσεις εξακολουθεί να μην προσφέρει τη συγκεκριμένη δυνατότητα στους καταναλωτές του. Επίσης, οριακά φαίνεται να διαφέρει η εικόνα στους επιμέρους κλάδους λιανικής πώλησης κρέατος και ψαριών (48% και 43% αντίστοιχα), αναφορικά με εκείνους που ξεκίνησαν τη συγκεκριμένη υπηρεσία εν μέσω της πανδημίας.
– Διαμόρφωση ωραρίου καταστημάτων λόγων της πανδημίας.
Σχετικά με τη διαμόρφωση του ωραρίου των καταστημάτων λόγω πανδημίας, οι επιχειρηματίες μοιράζονται σχεδόν ισομερώς, καθώς το ήμισυ δεν τροποποίησε το ωράριο του καταστήματός, με τις υπόλοιπες μισές να κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση, προσαρμοζόμενες στις ανάγκες της τρέχουσας συγκυρίας.