Πάνω από ενάμισι εκατομμύριο Έλληνες εργαζόμενοι αδυνατούν να πάνε διακοπές για μια εβδομάδα, σύμφωνα με την ανάλυση ευρωπαϊκών στοιχείων που μαρτυρούν πως το πρόβλημα είναι μεγάλο σε αρκετές χώρες, με την Ελλάδα να βρίσκεται σε μια από τις πιο δυσμενείς θέσεις.
«Η ΓΣΕΕ έδωσε στη δημοσιότητα έρευνα του Ευρωπαϊκού Συνδικαλιστικού Ινστιτούτου, σύμφωνα με την οποία η χώρα μας κατέχει από τα μεγαλύτερα ποσοστά εργαζομένων που δεν μπορούν να κάνουν διακοπές μιας εβδομάδας. Αυτό είναι ένα δείγμα ξεκάθαρου και υπαρκτού προβλήματος», τονίζει το μέλος του Δ.Σ. της ΓΣΕΕ Μανόλης Πεπόνης. Σύμφωνα πάντα με την έρευνα, την οποία κοινοποίησε η Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων, περισσότεροι από 38 εκατομμύρια άνθρωποι στην Ευρώπη δεν αντέχουν οικονομικά να πάνε διακοπές για μια εβδομάδα παρά το ότι εργάζονται.
Η κρίση του κόστους ζωής προσθέτει πίεση στους εργαζόμενους και αυξάνονται τα ποσοστά που δείχνουν τον αγώνα τους να τα βγάλουν πέρα και ότι οι διακοπές γίνονται ακόμη πιο απρόσιτες. Το ποσοστό του πληθυσμού που δεν είχε την οικονομική δυνατότητα για διακοπές έχει αυξηθεί σε περισσότερα από τα μισά κράτη-μέλη της Ε.Ε. από το 2019, ενώ ακόμη και το ποσοστό των εργαζομένων που δεν είχε αυτή την οικονομική δυνατότητα έχει αυξηθεί σε 11 χώρες.
Ο Πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Λασιθίου υπογραμμίζει μία παράμετρο που αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον αν συνυπολογιστεί στα δεδομένα που αναλύονται.
«Δεν είναι μόνο η οικονομική αδυναμία ή η έλλειψη άνεσης των ανθρώπων. Είναι και η μεγάλη κόπωση από το εργασιακό στρες που υπάρχει που προκαλεί αδυναμία ξεκούρασης και διακοπών», αναφέρει.
Η Ρουμανία, η Ελλάδα και η Λιθουανία έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό εργαζομένων που δε μπορούν να φύγουν διακοπές για μια εβδομάδα. Η Ιταλία (8 εκατομμύρια), η Ισπανία (4,6 εκατομμύρια) και η Γαλλία (4,1 εκατομμύρια) έχουν τον μεγαλύτερο αριθμό εργαζομένων που χάνουν τις διακοπές. Αυτό συμπίπτει με την αύξηση του ποσοστού των κερδών των ευρωπαϊκών εταιρειών, που σημαίνει ότι τα στελέχη και οι μέτοχοι συσσώρευσαν περισσότερα χρήματα οι ίδιοι εις βάρος των εργαζομένων.
Χώρες όπου το ποσοστό των εργαζομένων που δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν οικονομικά στις διακοπές αυξάνεται: Η Ελλάδα έχει ποσοστό 43.4% και αριθμό 1.629.245 εργαζομένων.
Η Ισπανία 25% και 4.601.587 εργαζόμενους, η Ρουμανία 47% και 3.925.812 εργαζόμενους ενώ ο μέσος όρος στην Ε.Ε. των 27 χωρών είναι 28.6% και αντιστοιχεί σε 38.011.104 εργαζόμενους.
Τα στοιχεία βασίζονται σε ανάλυση του Ευρωπαϊκού Συνδικαλιστικού Ινστιτούτου επάνω στα «μικροδεδομένα» της Eurostat, τα οποία δεν είναι δημοσίως διαθέσιμα. Ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων που δεν αντέχουν οικονομικά να πάνε διακοπές υπολογίστηκε από το ΕΣΙ με βάση τα ποσοστά που παρέχει η Eurostat.
Η «φτώχεια των διακοπών» είναι πολύ πιθανό να επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο ως αποτέλεσμα της κρίσης του κόστους ζωής και του πληθωρισμού, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για τους εργαζόμενους σε όλη την Ευρώπη να λάβουν μιαν αξιοπρεπή αύξηση μισθών αυτό το καλοκαίρι. Η ΣΕΣ ζητά επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης που βρίσκονται οι μισθοί στην Ευρώπη. Η Ε.Ε. και οι εθνικές κυβερνήσεις πρέπει επίσης να στηρίξουν τους εργαζόμενους με μέτρα που θα αμβλύνουν την κρίση των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων και θα παράσχουν εισοδηματική στήριξη.
«Οι διακοπές δεν πρέπει να είναι πολυτέλεια. Οι διακοπές είναι σημαντικό μέρος της διασφάλισης της υγείας και της ευημερίας των εργαζομένων, αλλά φαίνονται πολύ μακρινές για πολλούς που αγωνίζονται απλώς να έχουν φαγητό στο τραπέζι τους και να πληρώσουν το ενοίκιο εν μέσω της κρίσης του κόστους ζωής», επισημαίνει ο κ. Πεπόνης.
Η αυξανόμενη «ανισότητα των διακοπών» δείχνει ότι η ευρωπαϊκή οικονομία δεν λειτουργεί για τους εργαζόμενους», γεγονός που συνεπάγεται πως «η Ε.Ε. και οι εθνικές κυβερνήσεις έχουν ευθύνη να προστατεύσουν και να ενισχύσουν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις ως το καλύτερο μέσο για να διασφαλιστεί ότι οι εργαζόμενοι λαμβάνουν το μερίδιο που τους αναλογεί και έχουν την οικονομική δυνατότητα να απολαμβάνουν τη ζωή αντί απλώς να επιβιώνουν», επισημαίνει και καταλήγει: «Είναι άμεση η ανάγκη για μια ουσιαστική αύξηση μισθών σε όλους τους κλάδους της οικονομίας, η οποία θα ενισχύσει μέσω κατανάλωσης και την μικρομεσαία επιχειρηματικότητα και λήψης μέτρων που θα αμβλύνουν ουσιαστικά την κρίση των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων και θα παράσχουν πραγματική εισοδηματική στήριξη».