Αυτά είναι μερικά από τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει έρευνα της διαΝΕΟσις με τίτλο «ακραία φτώχεια στην Ελλάδα». Σύμφωνα με την έρευνα, το όριο της ακραίας φτώχειας στην Ελλάδα κυμαίνεται από 182 ευρώ το μήνα για μονομελές νοικοκυριό σε ημιαστικές ή αγροτικές περιοχές που ζει σε ιδιόκτητο σπίτι, μέχρι 905 ευρώ το μήνα για ζευγάρι με δύο παιδιά που ζει στην Αθήνα και πληρώνει ενοίκιο ή στεγαστικό δάνειο.
Πάντως το γενικότερο συμπέρασμα από την καταγραφή μπορεί να συνοψιστεί σε ένα νούμερο: 1.647.703 πολίτες, το 15% του πληθυσμού για το 2015, βρίσκονται κάτω από το όριο της ακραίας φτώχειας.
Αναλύοντας τα επιμέρους αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά υψηλό το ποσοστό ακραίας φτώχειας στα παιδιά (17,6%) και στους νέους ηλικίας 18-29 (24,4%), ενώ αντίθετα μόνο το 2,7% του πληθυσμού ηλικίας άνω των 65 έχει εισόδημα κάτω από το όριο.
Η ομάδα που κινδυνεύει περισσότερο από όλες να βρεθεί κάτω από το όριο της φτώχειας είναι, φυσικά, οι άνεργοι. Το ποσοστό της ακραίας φτώχειας στους ανέργους ανέρχεται τα τελευταία χρόνια σε ποσοστά γύρω στο 70-75% -από λιγότερο του 50% το 2011. Στον αντίποδα, οικογένειες δημοσίων υπαλλήλων, εργαζομένων σε ΔΕΚΟ και σε τράπεζες, βρίσκονται στην ακραία φτώχεια σε ποσοστό μικρότερο του 1%. Το ποσοστό για τους συνταξιούχους είναι επίσης πολύ χαμηλό (3,8%).
Η ομάδα των ερευνητών προτείνει την υιοθέτηση τριών ρεαλιστικών, εφαρμόσιμων πολιτικών συνολικού κόστους 2,7 δισ. ευρώ (1,5% του ΑΕΠ), οι οποίες αποσκοπούν στην ελάττωση του αριθμού των πολιτών που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας κατά 614.000.
Τα μέτρα που προτείνονται είναι τα εξής:
α) Η επέκταση του τακτικού επιδόματος ανεργίας.
β) Η αναβάθμιση του ενιαίου επιδόματος στήριξης τέκνων.
γ) Η εφαρμογή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος σε όλη την επικράτεια.
Πιο αναλυτικά:
Το τακτικό επίδομα ανεργίας σήμερα το λαμβάνει μόλις το 9,5% των ανέργων. Δεδομένου ότι το επίδομα μακροχρόνιας ανεργίας το δικαιούνται ελάχιστοι μακροχρόνια άνεργοι, προτείνεται η επέκταση της διάρκειας του τακτικού επιδόματος έτσι ώστε να καλύπτει ως και το 40% των ανέργων.
Το ενιαίο επίδομα στήριξης τέκνων παρέχεται από το 2013. Προτείνεται η αύξησή του από 40 ευρώ ανά παιδί ανά μήνα, σε 60.
Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα προτείνεται να ισχύσει πανελλαδικά, με μικρές αλλά καίριες αλλαγές στο σχεδιασμό.
Όπως τονίζει η έρευνα «Αν υλοποιούνταν αυτά τα σχετικά απλά μέτρα, περίπου 1 εκατομμύριο άνθρωποι θα ήταν δικαιούχοι, και 613.704 από αυτούς θα έβλεπαν τα εισοδήματά τους να ξεπερνούν το όριο της ακραίας φτώχειας, Το ποσοστό ακραίας φτώχειας θα έπεφτε από το 15% στο 9,4% του πληθυσμού.
Κάτω από το όριο θα παρέμεναν 1 εκατομμύριο πολίτες, αλλά και τα δικά τους εισοδήματα θα αυξάνονταν -το χάσμα φτώχειας γι’ αυτούς θα μειωνόταν κατά 55%.
Βεβαίως, 2,7 δισ. είναι πολλά χρήματα.
Η χώρα μας όμως δαπανά κάθε χρόνο σχεδόν 2 δισ. σε συντάξεις πολιτών ηλικίας κάτω των 55. Το σύνολο των προνοιακών επιδομάτων για το 2015 έφτασε μόνο τα 700 εκ. ευρώ, με τα 220 εκ. να πηγαίνουν σε δικαιούχους που έπαιρναν ταυτόχρονα και σύνταξη. Χρήματα για πολλά πράγματα δεν υπάρχουν, αλλά τα λίγα που υπάρχουν ίσως θα έπρεπε να διοχετευτούν με διαφορετικές προτεραιότητες. Και οι πολίτες που κινδυνεύουν άμεσα θα έπρεπε, ίσως, να είναι μία από τις πρώτες.
Βεβαίως, οι αδύναμοι, οι άνεργοι, οι φτωχοί δεν είναι αδύναμοι μόνο οικονομικά και κοινωνικά -είναι αδύναμοι και πολιτικά. Τα κόμματα συνήθως είναι πιο πρόθυμα να στηρίξουν ομάδες του πληθυσμού που έχουν μεγάλη πολιτική δύναμη (εργαζόμενοι δημόσιου τομέα, αγρότες, συνταξιούχοι) παρά τους αόρατους, πολιτικά ανενεργούς φτωχούς.
Αυτή η πραγματικότητα ήταν ευκολότερο να αγνοηθεί πριν από την κρίση, όταν αυτοί ήταν λίγοι και, ως εκ τούτου, ακόμα πιο αόρατοι. Πλέον δεν είναι λίγοι.
Δεν μπορούμε να τους αγνοούμε άλλο».
ΠΗΓΗ: www.enikonomia.gr