Μία από τις συνέπειες της παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής που αποτελεί το πρώτο και το μεγάλο πρόβλημα της Κρήτης με δεδομένη την κλιματική αλλαγή στην ανατολική Μεσόγειο, είναι η υποχώρηση της ακτογραμμής και η απώλεια γης εξαιτίας της πιθανής αύξησης της στάθμης της θάλασσας η οποία θα ενισχύσει σημαντικά τα φαινόμενα της στερεομεταφοράς και της κατά τόπους διάβρωσης, ιδιαίτερα σε ακτές με μικρή κλίση. Ελάχιστες παραλίες έχουν σταθερή ακτογραμμή κατά τη διάρκεια ενός ολοκληρωμένου, από φυσικές διεργασίες, χρονικού διαστήματος πχ. μερικά χρόνια. Η εισαγωγή και εξαγωγή ιζήματος από την παραλία είναι μια συνεχής διαδικασία. Όταν υπερτερεί η πρώτη τότε έχουμε πρόσχωση της ακτογραμμής, δηλαδή μετακίνησή της προς τη μεριά της θάλασσας, ενώ όταν υπερτερεί η εξαγωγή ιζήματος έχουμε διάβρωση, δηλαδή μετακίνηση της ακτογραμμής προς τη στεριά, η οποία μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στον αφανισμό αμμωδών παραλιών. Επίσης όταν η μεταφορά των φερτών υλών συμβαίνει παράλληλα στην ακτογραμμή πρόκειται για τη λεγόμενη παράκτια στερεομεταφορά, διαφορετικά πρόκειται για εγκάρσια στερεομεταφορά. Η παράκτια και η εγκάρσια μεταφορά φερτών υλών σε μικρό πλάτος της παράκτιας θαλάσσιας ζώνης έχουν ιδιαίτερη σημασία και σοβαρά μορφολογικά επακόλουθα για τις ακτές.
Το ερευνητικό έργο για Ελούντα
Ειδικά στην Κρήτη και σύμφωνα με τα στοιχεία που περιέχει ο περιφερειακός σχεδιασμός διαχείρισης της κλιματικής αλλαγής, και στις περιπτώσεις που κυριαρχεί το φαινόμενο της διάβρωσης, είναι πιθανό να καταγραφούν κίνδυνοι όπως η απώλεια γης οικολογικής αξίας στην οποία αναπτύσσονται διάφορα ευαίσθητα οικοσυστήματα. Να υπάρχουν συνέπειες στην οικονομία καθώς το τμήμα αυτό της παράκτιας ζώνης συγκεντρώνει πλήθος ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Για το λόγο αυτό και θεωρείται σε τοπικό επίπεδο κρίσιμο το ερευνητικό έργο για την επίλυση του προβλήματος διάβρωσης, την προστασία και ανάπλαση της ακτογραμμής στην παραλία Δρήρος, βορείως του οικισμού Τσιφλίκι, Ελούντας που βρίσκεται σε εξέλιξη.
Στην Γρα Λυγιά
Αυτό που επισημαίνει, μεταξύ άλλων, το σχέδιο είναι πως υπάρχει κίνδυνος για Καταστροφή φυσικών εμποδίων που συμβάλλουν στην προστασία της παράκτιας ζώνης ( π.χ. σύστημα αμμόλοφων) ή πρόκληση αστοχίας τεχνικών έργων παράκτιας προστασίας, ενισχύοντας τον κίνδυνο πλημμύρας καθώς και κίνδυνος απώλειας ανθρώπινων ζωών και περιουσιών.
Στο πλαίσιο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία και το ερευνητικό έργο για την διερεύνηση του προβλήματος διάβρωσης της ακτογραμμής στην περιοχή Γρα Λυγιά του Δήμου Ιεράπετρας όπου έχουν καταγραφεί ζημιές και ανθρώπινες απώλειες από τα πλημμυρικά φαινόμενα.
Στη Σητεία
Ο υπολογισμός του δείκτη τρωτότητας της κάθε ακτής είναι ένας τρόπος εντοπισμού των παράκτιων περιοχών που αναμένεται να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερο πρόβλημα από μια ενδεχόμενη μελλοντική άνοδο της θαλάσσιας στάθμης. Σκοπός της μεθοδολογίας αυτής είναι η αναγνώριση και εκτίμηση των οικολογικών, φυσικογεωγραφικών και κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων από την αναμενόμενη άνοδο της θαλάσσιας στάθμης, η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο η ανάπτυξη και άλλοι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες επιδρούν στην επικινδυνότητα, η ποσοτική κα ποιοτική εκτίμηση των αρνητικών αποτελεσμάτων και τελικά η λήψη μέτρων προστασίας.
Όπως επίσης υπάρχει και το ερευνητικό έργο για την επίλυση του προβλήματος της διάβρωσης, την προστασία και την ανάπλαση της ακτογραμμής και τη μείωση του προσπίπτοντος κυματισμού, στην παραλία Σητείας και του ΔΔ Μακρύ Γιαλού, Δήμου Σητείας.
Δείκτης τρωτότητας στην Κρήτη
Για να υπολογιστεί ο δείκτης τρωτότητας, μετρώνται τα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της περιοχής που μελετάται, συμπεριλαμβανομένων και των γεωλογικών σχηματισμών που καταλήγουν στην ακτογραμμή, Οι παράκτιες κλίσεις, οι οριζόντιες ιστορικές αλλαγές της θέσης της ακτογραμμής, ο ρυθμός της σχετικής ανόδου της στάθμης της θάλασσας, το εύρος της παλίρροιας, το μέσο σημαντικό ύψος των κυμάτων που προσπίπτουν στην ακτογραμμή.
Η εφαρμογή της μεθόδου στην ακτογραμμή της Κρήτης και η συσχέτιση με τα γεωμορφολογικά στοιχεία της περιοχής ανέδειξε ότι το 38,34% των ακτών της Κρήτης χαρακτηρίζεται με πολύ χαμηλό δείκτη τρωτότητας και το 19,49% με χαμηλό. Στην κατηγορία του μεσαίου δείκτη τρωτότητας εντάσσεται το 14,27% της ακτογραμμής και στις κατηγορίες του υψηλού και πολύ υψηλού δείκτη τρωτότητας εντάσσεται το 11,21% και 16,69% αντίστοιχα των ακτών του νησιού.
Πιο συγκεκριμένα, η συσχέτιση της τρωτότητας σε διάβρωση με τη γεωμορφολογική κατηγοριοποίηση του παράκτιου μετώπου της Κρήτης ανέδειξε καταρχάς ότι οι μικρές ακτές με μήκος μικρότερο των 200m παρουσιάζουν σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50% πολύ υψηλό δείκτη τρωτότητας, σε ποσοστό 43,52% υψηλό δείκτη τρωτότητας και σε ποσοστό 6,01% μέτριο δείκτη τρωτότητας. Μικρές διαφοροποιήσεις παρουσιάζουν οι ακτές με μήκος 200-1000m. Για εκείνες με μήκος μεγαλύτερο του 1km, υψηλό δείκτη τρωτότητας παρουσιάζει το 75,26% και μόνο το 9,34% παρουσιάζει πολύ χαμηλό δείκτη. Οι τεχνητές παραλίες παρουσιάζουν χαμηλό και πολύ χαμηλό δείκτη τρωτότητας, ομοίως και οι βραχώδεις ακτές, με την πλειονότητα τους να χαρακτηρίζεται με πολύ χαμηλό δείκτη τρωτότητας. Και τέλος οι δελταϊκού τύπου ακτές ανήκουν στις χαμηλές και μέτριες κατηγορίες τρωτότητας ενώ οι ακτές με μικρούς κρημνούς και κροκαλοπαγή πετρώματα τοποθετούνται μεταξύ χαμηλού και υψηλού δείκτη τρωτότητας. Είναι σημαντικό να αναφερθεί πως οι ακτές με τη μεγαλύτερη τουριστική δραστηριότητα είναι εκείνες που παρουσιάζουν τους υψηλότερους δείκτες τρωτότητας.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΤΣΑΛΑΚΗΣ