«Από τη Στεία στα Χανιά η Κρήτη όλη αξίζει,
ποιό κλώνο του βασιλικού κόβγεις και δε μυρίζεις»
Ένα ξεχωριστό βιβλίο έχω στα χέρια μου. Είναι η νέα επαυξημένη έκδοση του βιβλίου που έγραψε ο Γιάννης Βάρδας, ο γνωστός Λυραρογιάννης του Κρούστα «Όμορφα που’ σαν τα χωριά», «Τραγούδια και Μαντινιάδες».
Ο Λυραρογιάννης είναι ένας παραδοσιακός Κρητικός ποιητής και λυράρης. Το κύριο επάγγελμά του είναι βοσκός. Με τα τραγούδια και τις μαντινάδες του δίνει το δικό του ξεχωριστό παρόν στις χαρές και στις πίκρες που έζησαν και ζουν οι άνθρωποι τους δύσκολους καιρούς. Δημιουργεί και εκφράζει τον τρόπο ζωής και τις αγωνίες του μέσα από τα ποιήματά του. Σε αυτά καθρεπτίζονται και ζωντανεύουν, με την ντοπιολαλιά που χρησιμοποιεί, όλες οι πτυχές της ανθρώπινης ζωής:
▪ «Θέ μου, κι αν ξαναγεννηθώ και ρθω στον κόσμο πάλι, μην κάμεις κιόλα χωρατά κι αλάργα με ξορίσεις.
Στην Κρήτη ξαναρίξε με, Μεγαλοδύναμέ μου.
Στον Κρούστα ξαναρίξε με, θες βρέχε, θες μη βρέχεις».
Την εκδοτική φροντίδα έχει η Ελένη Μιτσοτάκη, η οποία ενημερώνει ότι στη νέα έκδοση έχουν προστεθεί 6 τραγούδια: «Μια ποιητική δημιουργία, που αντλεί από την ιδιότυπη “φυσιοκεντρική” κρουστιανή δημοτική παράδοση, την οποία, όμως, επεκτείνει τόσο ώστε να περιλαμβάνει πάμπολλες πτυχές από τη ζωή του χωριού. Η ποίηση του Λυραρογιάννη είναι “μουσική ποίηση”, ποίηση δηλαδή που τραγουδιέται, όσο πολύστιχη κι αν είναι…».
Γράφει για την εποχή που διανύουμε, το φθινόπωρο:
▪ «Έχω τα πρώτα νέφαλα, τσι πρώτες ψιχαλίδες,
έχω τσι πρώτες αστραπές, έχω τα πρωτοβρόχια.
Εμένα καρτερεί ο βοσκός το χώμα ν’ απαλύνω,
να δροσερέψουν τα ξερά, το χόρτο να φυτρώσει…»
Τον πρόλογο του βιβλίου έγραψε ο καθηγητής Θεοχάρης Προβατάκης και αναφέρει: «Τα δομικά υλικά της ποίησής του είναι ο καθημερινός, γνώριμος και αγαπημένος κόσμος του: η φύση, ο ουρανός και η γη, τα βουνά και οι κάμποι, τα δέντρα και τα πουλιά, οι απλοί άνθρωποι, στις χαρές, τις λύπες και τις δοξασίες τους, αλλά κυρίως τα ζώα, το κοπάδι του, εικόνες ζωής που χάθηκαν για πάντα ή κινδυνεύουν να χαθούν. Με νοσταλγία θυμάται περασμένες μορφές ζωής στον τόπο του, αλλά και το πρώτο ερωτικό σκίρτημα… στην πρώτη αγαπητικιά:
▪ «Μάνα, καὶ πῶς νὰ τσ᾿ ἀρνηθῶ καὶ πῶς νὰ τσῆ ξεχάσω,
τσῆ πρώτης μου ἀγαπητικῆς, τοῦ πρώτου ἀθοῦ τσῆ νιότης,
Πού’’μουνε δώδεκα χρονῶ βοσκάκι στὴ Μαδάρα…
Κι ἤμουνε νέος κι ἄγουρος κι ἀμάθητος στὰ πάθη…».
¡ Ο Λυραρογιάννης χρησιμοποιεί την ιδιωματική γλώσσα του Μεραμπέλλου και έτσι, διασώζει μεγάλο πλήθος ιδιωματικών λέξεων. Ευχόμαστε στον αγαπητό φίλο ποιητή Γιάννη Βάρδα να συνεχίσει με το ίδιο πάθος και αγάπη για τον τόπο του, να δημιουργεί.
▪ Όμορφα που’ ναι τα χωριά όλα του Μεραμπέλου,
τα βορινά, τα νοτικά, τα πάνω και τα κάτω.
Όλα έχουν τα περβόλια ν-τως, όλα’ χουν τα νερά ντως,
τα γονικά ν-τως με τσ’ ελιές σε κάμπους και σε πλάγια.
ΛΕΩΝ.Κ.