Κοντά στο ευρωπαϊκό μέσο όρο είναι το κόστος των ηλεκτρονικών συναλλαγών και επιδίωξη της κυβέρνησης είναι να κατέβει κάτω από το 1% το κόστος χρήσης των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής. Στο μεταξύ εισάγεται το Ηλεκτρονικό Παρατηρητήριο Τραπεζικών Χρεώσεων στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή, που θα παρακολουθεί τις χρεώσεις που υπάρχουν από τις διάφορες τράπεζες.
Αυτά ανέφερε ο υπουργός Οικονομίας Γιώργος Σταθάκης απαντώντας σήμερα το πρωί στην επίκαιρη ερώτηση του βουλευτή Ηλείας του ΣΥΡΙΖΑ Μάκη Μπαλαούρα σχετικά με το κόστος χρήσης των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής.
Όπως είπε ο υπουργός, σε ό,τι αφορά στα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής η Ελλάδα είναι τελευταία στην Ευρωπαϊκή Ένωση με μόλις οκτώ συναλλαγές με κάρτα ανά κάτοικο. «Άρα, αυτό σημαίνει ότι η χρήση είναι επιθυμητή. Η κυβέρνηση με διάφορους τρόπους επιδιώκει να επεκταθεί η χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής και ταυτόχρονα παρακολουθεί πολύ στενά όλο το σύστημα των χρεώσεων».
Όπως ενημέρωσε ο υπουργός για τη σχέση ανάμεσα στον προμηθευτή και στον καταναλωτή, έχει ενσωματώσει το υπουργείο την οδηγία για πλήρη απαγόρευση ο προμηθευτής να χρεώσει οτιδήποτε για χρήση ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής στον καταναλωτή.
Για τη σχέση του προμηθευτή με την τράπεζα. Εκεί το υπουργείο έχει ενσωματώσει όλες τις συναφείς ευρωπαϊκές οδηγίες. «Εκεί οι τιμές επιβάλλονται και πρέπει να τηρούν κάποιους ελάχιστους κανόνες απ’ αυτούς που υπάρχουν και για τις διατραπεζικές ανταλλαγές, όταν υπάρχουν δύο τράπεζες, αλλά και τη σχέση αυτή σε ποσοστά 0,2% ή 0,3%», όπως εξήγησε ο υπουργός.
Για τη σχέση ανάμεσα στις τράπεζες και την κάρτα, ο υπουργός υπογράμμισε ότι «εκεί οι χρεώσεις είναι λίγο μεγάλες, διότι όλες οι κάρτες που χρησιμοποιούμε στην Ελλάδα είναι κάρτες του εξωτερικού. Υπάρχει ένα κόστος, λοιπόν, το οποίο επιβαρύνει επιπρόσθετα αυτές τις συναλλαγές» και σημείωσε:
«Τούτων δοθέντων, εμείς έχουμε φέρει όλα τα απαραίτητα νομοθετικά μέτρα προκειμένου το νομοθετικό πλαίσιο να είναι επαρκές. Δεύτερον, εισάγουμε το Ηλεκτρονικό Παρατηρητήριο Τραπεζικών Χρεώσεων στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή, που θα παρακολουθεί τις χρεώσεις που υπάρχουν από τις διάφορες τράπεζες. Υπενθυμίζω ότι οι χρεώσεις διέπονται από τους κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού, αλλά τουλάχιστον θα έχουμε μία παρακολούθηση των χρεώσεων με το Ηλεκτρονικό Παρατηρητήριο».
Σε ό,τι αφορά στις χρεώσεις, ο κ. Σταθάκης ανέφερε ότι το σύστημα ξεκίνησε με πολύ υψηλές χρεώσεις, όμως σιγά-σιγά οι χρεώσεις έχουν μειωθεί και έχουν μειωθεί υπό το βάρος δύο μειωτικών τάσεων. «Η μία τάση είναι ότι προφανώς οι χρεώσεις που γίνονται διαφοροποιούνται κατά όγκο συναλλαγών. Για παράδειγμα, οι χρεώσεις σ’ αυτού του τύπου τις κάρτες κατά μέσο όρο σήμερα στα σούπερ-μάρκετ είναι 0,46%. Είναι πολύ ικανοποιητική τιμή. Σε άλλες περιπτώσεις είναι πάνω από 1% και σε πολλές περιπτώσεις μικρών καταστημάτων υπάρχουν χρεώσεις που ξεπερνούν το 1,5% με 2%. Ο μέσος όρος αυτήν τη στιγμή, με βάση τα στοιχεία που συλλέγουμε συστηματικά από την Τράπεζα της Ελλάδος, είναι 1,2% που θεωρείται κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με τάση μείωσης. Εμείς επιδιώκουμε να κατέβει κάτω από το 1%».
Επίσης, σημείωσε ότι υπάρχουν κάποιες θετικές πρωτοβουλίες και για τη χρέωση και για το κόστος για την αγορά και την εγκατάσταση των POS. Οι εγκαταστάσεις αυτές ξεκίνησαν μ’ ένα σχετικά υψηλό κόστος, όπως είπε, που έφτανε από εκατό έως πεντακόσια ευρώ. Τώρα, με βάση τις πληροφορίες από τις διάφορες τράπεζες το κόστος εγκατάστασης είναι περίπου εκατό με εκατόν πενήντα ευρώ.
«Από τη δική μας σκοπιά θα ενθαρρύνουμε τη χρήση αυτών των μέτρων. Θα παρέμβουμε -αν χρειάζεται- να πάρουμε επιπρόσθετα μέτρα και θα παρακολουθούμε το θέμα, ούτως ώστε να έχουμε πλήρη εικόνα και εμείς και οι καταναλωτές για το πώς πηγαίνει η πορεία των χρεώσεων αυτών», κατέληξε ο υπουργός.
Για τους επιχειρηματίες που έχουν οφειλές είναι πιο δύσκολο να πάρουν POS από τις τράπεζες, σύμφωνα με τα στοιχεία από το Επιμελητήριο, όπως ανέφερε ο υπουργός και μάλιστα σημείωσε ότι η μία στις δύο απορρίψεις γίνεται διότι δεν θεωρούν οι τράπεζες ότι υπάρχει από την πλευρά του χρήστη-προμηθευτή ασφάλεια στον λόγο των σχέσεων που έχει με την τράπεζα, ενώ μία στις δύο περιπτώσεις -σύμφωνα με τα στοιχεία- είναι αναίτια η απόρριψη (δεν υπάρχει δηλαδή πολύ συγκεκριμένη δικαιολογία).
«Τουλάχιστον έτσι απαντούν στο ερωτηματολόγιο οι επιχειρήσεις. Το 55% όσων έλαβαν αρνητική απάντηση δηλώνουν ότι δεν έλαβαν καμία ισχυρή δικαιολογία για την απόρριψη αυτή. Συνεπώς, είναι ένα θέμα το οποίο πρέπει να το κοιτάξουμε πιο στενά -τις περιπτώσεις που απορρίπτεται αυτό το αίτημα- και να δούμε έναν τρόπο με τον οποίο μπορεί να βελτιωθεί αυτή η κατάσταση προκειμένου να επεκταθεί η χρήση αυτού του μέσου», είπε ο κ. Σταθάκης.