Προφυλακτικά υπάρχουν από πολύ παλιά. Απεικονίσεις προφυλακτικών εμφανίζονται ακόμα και σε σπηλαιογραφίες
ηλικίας 15.000 ετών. Το πρώτο ιστορικά καταγεγραμμένο προφυλακτικό εντοπίσθηκε στην αρχαία Αίγυπτο το 3.000 πχ. Ήταν κατασκευασμένο από δέρμα κόμπρας. Ωστόσο δεν έχει διευκρινισθεί ακόμη εάν το συγκεκριμένο προφυλακτικό το φορούσαν για τις ερωτικές τους περοπτύξεις, ή ήταν μέρος μιας επίσημης ενδυμασίας.
Ως και τον 19ο αιώνα τα προφυλακτικά κατασκευάζονταν από έντερα ζώων, συνήθως προβάτου και μπορούσαν να πλυθούν και να χρησιμοποιηθούν ξανά. Πιστεύεται ότι στην Κίνα και Ιαπωνία χρησιμοποιούσαν μεταξένιο χαρτί και τα προφυλακτικά κάλυπταν μόνο τη βάλανο. Στην Ευρώπη διαδόθηκαν ευρέως τον 15ο αι. ως προστασία από τη σύφιλη που εκείνη την περίοδο θέριζε. Ο περίφημος Καζανόβας λέγεται ότι χρησιμοποιούσε προφυλακτικά από λινό ύφασμα, αμφίβολης αποτελεσματικότητας. Χρονιά σταθμός θεωρείται το 1843, όταν και ξεκίνησε η μαζική παραγωγή προφυλακτικών. Η τότε πρώτη ύλη όμως, το καουτσούκ, αποδείχθηκε ακριβή και δύσχρηστη. Τα προφυλακτικά από λάτεξ, όπως περίπου τα σημερινά, ξεκίνησαν να παράγονται τη δεκαετία του 1930.
Η σχέση του προφυλακτικού με τη θρησκεία χαρακτηρίζεται ως ιδιαιτέρως προβληματική από το ξεκίνημα. Σημαιοφόρος κατά της χρήσης του προφυλακτικού υπήρξε η Καθολική Εκκλησία, καθώς σύμφωνα με τα κηρύγματά της η σεξουαλική πράξη γίνεται μόνο για τη διαιώνιση του είδους. Το πρώτο σημάδι χαλάρωσης αυτής της στάσης ήρθε το 2010 από τον Πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ, ο οποίος δήλωσε ότι η χρήση προφυλακτικού για να μην μεταδίδεται ο ιός του AIDS είναι υπό προϋποθέσεις «ηθικά αποδεκτή». Ένας άλλος διάσημος πολέμιος του προφυλακτικού ήταν και ο πατέρας της ψυχανάλυσης, Σίγκμουντ Φρόιντ. Θεωρούσε ότι η χρήση τους μείωνε τόσο πολύ την ευχαρίστηση της σεξουαλικής πράξης, που θα οδηγούσε σε νευρώσεις, προβλήματα στο γάμο κ.ά. Φυσικά η μεγάλη ανάπτυξη –και απομυθοποίησή τους- συντελέστηκε τη δεκαετία του 1980 με την κορύφωση της επιδημίας του AIDS.
(Lifo)