«Τον Μάιο του 2010, το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ ενέκρινε μια απόφαση να παράσχει κατ’ εξαίρεση πρόσβαση σε χρηματοδότηση στην Ελλάδα χωρίς να επιδιώξει μια προληπτική αναδιάρθρωση χρέους, αν και το δημόσιο χρέος της είχε κριθεί μη βιώσιμο με υψηλό βαθμό πιθανότητας», αναφέρεται στην έκθεση.
«Ο κίνδυνος μετάστασης ήταν ένας σημαντικός προβληματισμός στην λήψη της απόφασης αυτής. Υπήρξε μια επιφανειακή εφαρμογή της πολιτικής του ΔΝΤ στην κατ’ εξαίρεση πρόσβαση στους πόρους του Ταμείου, η οποία απαιτεί την έγκαιρη συμμετοχή του Συμβουλίου».
Αφού σημειώνει ότι οι κρίσιμες αποφάσεις ελήφθησαν χωρίς ουσιαστική εμπλοκή του Εκτελεστικού Συμβουλίου αποφαίνεται ότι «η έγκαιρη και ενεργητική εμπλοκή του Συμβουλίου μπορεί να είχε ή να μην είχε οδηγήσει σε μια διαφορετική απόφαση, αλλά θα είχε ενισχύσει την νομιμότητα της όποιας απόφασης».
Ακόμη, η έκθεση δείχνει ότι το ΔΝΤ «προσαρμόστηκε» στις απαιτήσεις των ευρωπαίων που δεν ήθελαν να «αγγίξει» το χρέος. Με αυτό τον τρόπο, «το ΔΝΤ έχασε την χαρακτηριστική του ευελιξία ως διαχειριστής κρίσεων. Κι επειδή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπραγματευόταν εκ μέρους του Eurogroup, το σχήμα της τρόικας υπέβαλε από την αρχή σε πολιτικές πιέσεις τις τεχνικές κρίσεις του προσωπικού του ΔΝΤ».
Ενδεχομένως καμία άλλη απόφαση του ΔΝΤ σχετικά με την κρίση της ευρωζώνης δεν έχει δεχτεί περισσότερη κριτική από αυτήν της παροχής κατ’ εξαίρεσης πρόσβασης σε χρηματοδότηση στην Ελλάδα αν και το δημόσιο χρέος της είχε κριθεί μη βιώσιμο με υψηλό βαθμό πιθανότητας, αναφέρει η έκθεση.
«Η απόφαση να μην επιδιωχθεί μια προληπτική αναδιάρθρωση χρέους άφησε αναπάντητες τις ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του χρέους. Διόγκωσε επίσης την απαιτούμενη δημοσιονομική προσαρμογή, συμβάλλοντας έτσι, τουλάχιστον σε ένα βαθμό, σε μια μεγάλη συρρίκνωση του ΑΕΠ και στην επακόλουθη απώλεια στήριξης του προγράμματος από τον κόσμο. Επιπρόσθετα, επιτρέποντας στους ιδιώτες πιστωτές να μειώσουν την έκθεση τους, η απόφαση μείωσε την ποσότητα του δημόσιου χρέους που ήταν επιλέξιμο για το κούρεμα που τελικά συνέβη την άνοιξη του 2012».
Όπως καταγράφεται, αν και επικρατούσε γενικευμένος σκεπτικισμός στο προσωπικό του ΔΝΤ, τα υψηλόβαθμα στελέχη του ΔΝΤ ήταν διχασμένα όσον αφορά το ζήτημα. Συνεντεύξεις με υψηλόβαθμα στελέχη που είχαν εμπλακεί στις εξελίξεις, δείχνουν πως οι απόψεις ήταν σχεδόν απόλυτα μοιρασμένες.
«Η απόφαση του Γενικού Διευθυντή ήταν να συνταχθεί με την απόφαση που είχαν ήδη λάβει οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι και να δοκιμάσει την πιθανότητα, όσο αβέβαιη και να ήταν, να αποκατασταθεί η χρηματοπιστωτική και μακροοικονομική σταθερότητα της Ελλάδας μέσω χρηματοδότησης από τον επίσημο τομέα, δημοσιονομικής προσαρμογής και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων – αποφεύγοντας οποιαδήποτε άμεση επίπτωση από μια προληπτική αναδιάρθρωση χρέους», σημειώνεται.
Λαγκάρντ: Εξαιρετικά αισιόδοξο το πρώτο πρόγραμμα
Σε δήλωσή της με αφορμή την έκθεση, η Κριστίν Λαγκάρντ υποστήριξε ότι η Ελλάδα έθεσε πρόσθετες και μοναδικές προκλήσεις. Με απαράμιλλη διεθνή στήριξη, η χώρα προχώρησε σε μία αξιοσημείωτη δημοσιονομική προσαρμογή.
Η επικεφαλής του ΔΝΤ τόνισε ωστόσο πως «η χώρα επλήγη σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι οι άλλες χώρες εξαιτίας των αντιδράσεων που εκδηλώθηκαν από οργανωμένα συμφέροντα, από σοβαρά προβλήματα εφαρμογής του προγράμματος, καθώς και από τις επαναλαμβανόμενες πολιτικές κρίσεις».
Τα παραπάνω οδήγησαν σε πολλαπλές κρίσεις, υπονομεύοντας έτσι την εμπιστοσύνη προς τη χώρα, αφήνοντας τον φόβο του Grexit να επικρέμεται. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα η ύφεση στη χώρα να είναι πολύ βαθύτερη σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις του Προγράμματος», ανέφερε η Κριστίν Λαγκάρντ.
Η Κρ. Λαγκάρντ αναγνώρισε ότι κανένα από αυτά τα εμπόδια που προέκυψαν κατά την εφαρμογή του Προγράμματος δεν είχε προβλεφθεί εκ των προτέρων, με αποτέλεσμα το πρώτο πρόγραμμα να αποδειχθεί εξαιρετικά αισιόδοξο.
«Παρά ταύτα η Ελλάδα παρέμεινε μέλος της ζώνης του ευρώ, επιτυγχάνοντας έτσι τον βασικό στόχο που είχε τεθεί εξ αρχής, τόσο από την ίδια τη χώρα όσο και από τα υπόλοιπα μέλη της ευρωζώνης».
www.real.gr