Στο Συμβούλιο της Επικρατείας προσέφυγε ο Φαρμακευτικός Σύλλογος Αττικής, και ζητεί να ακυρωθούν ως αντισυνταγματικές και παράνομες οι αποφάσεις των υπουργών Οικονομικών και Υγείας, με τις οποίες απελευθερώνεται το επάγγελμα του φαρμακοποιού και μπορούν να ανοίγουν φαρμακεία ιδιώτες πολίτες, μη φαρμακοποιοί.
Το νέο νομοθετικό πλαίσιο, προβλέπει ότι άδειες ίδρυσης φαρμακείου χορηγούνται, μεταξύ των άλλων, σε φαρμακοποιούς και φυσικά πρόσωπα, πολίτες κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ τα φαρμακεία των ιδιωτών μη φαρμακοποιών θα λειτουργούν με τη μορφή Ε.Π.Ε. – και υποχρεωτικά θα υπάρχει συνέταιρος φαρμακοποιός με μερίδιο 20%. Ακόμη, δεν μπορούν να δοθούν άδειες ίδρυσης και λειτουργίας φαρμακείων σε νομικά πρόσωπα, εκτός από συνεταιρισμούς φαρμακοποιών μελών της Ομοσπονδίας Συνεταιρισμών Φαρμακοποιών Ελλάδος και έπειτα από αιτιολογημένη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΟΣΦΕ.
Στην προσφυγή του ο Φαρμακευτικός Σύλλογος Αττικής υποστηρίζει, ότι για τον καθορισμό των προϋποθέσεων χορήγησης αδειών φαρμακείων, απαιτείται σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 43 του Συντάγματος, η έκδοση Προεδρικού Διατάγματος και όχι η έκδοση υπουργικής απόφασης, όπως έγινε στην προκειμένη περίπτωση.
Επίσης, αναφέρει ότι παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της ισότητας (άρθρο 4 Συντάγματος) καθώς καθορίζει τα κριτήρια της σειράς προτίμησης μεταξύ φαρμακοποιών που διεκδικούν μια προκηρυχθείσα άδεια ίδρυσης φαρμακείου βάσει πληθυσμιακών κριτηρίων. Και αυτό, γιατί απαιτούνται διαφορετικά άνισα κριτήρια χορήγησης άδειας φαρμακείου μεταξύ φαρμακοποιού και ιδιώτη μη φαρμακοποιού. Κάτι που έχει ως αποτέλεσμα, να εισάγεται διακριτική μεταχείριση σε «βάρος των φαρμακοποιών έναντι των ιδιωτών και να τίθενται αδικαιολόγητοι περιορισμοί στην πρόσβαση στο επάγγελμα».
Τέλος, τονίζεται ότι οι επίμαχες υπουργικές αποφάσεις δημιουργούν δύο ταχυτήτων επιχειρηματίες φαρμακείων, «δίνοντας έτσι στους ιδιώτες την ευχέρεια να αποκτήσουν δεσπόζουσα θέση έναντι των επιστημόνων φαρμακοποιών».