Το δρόμο νέων επώδυνων συμβιβασμών σε πέντε σημεία δείχνουν Βερολίνο και ΔΝΤ ώστε να υπάρξει συμφωνία και για τα προληπτικά μέτρα των 3,6 δισ. ευρώ.
Παρά το άσχημο κλίμα που έχει δημιουργηθεί από την ακύρωση του έκτακτου Eurogroup της Μεγάλης Πέμπτης και την νέα καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης η Αθήνα, σε σχέση με την άνοιξη του 2015 έχει φέτος δύο πλεονεκτήματα.
Έχει υπογράψει μια νέα συμφωνία και έχει προχωρήσει μετά από δύσκολες διαπραγματεύσεις σε μεταρρυθμίσεις όπως ο ΦΠΑ, το ασφαλιστικό, το φορολογικό και τα κόκκινα δάνεια, ακολουθώντας έως τώρα πιστά το πρόγραμμα που έχει υπογράψει.
Κανείς στην ΕΕ δεν θέλει την επανάληψη του αδιεξόδου που βρέθηκε η Ελλάδα πέρσι το καλοκαίρι, εν όψει του δημοψηφίσματος στην Μεγάλη Βρετανία και ενώ το προσφυγικό παραμένει ακόμη ένα άλυτο πρόγραμμα.
Ωστόσο η επιβολή των προληπτικών μέτρων ύψους 3,6 δισ. (2% ου ΑΕΠ), είναι ένα ακόμη πρόσθετο βάρος που δεν υπήρχε στην αρχική συμφωνία.
Η προτίμηση των δανειστών να καλυφθεί το ποσό αυτό -κυρίως – από περικοπές δαπανών, δείχνει την δυσπιστία τους στην απόδοση των φορολογικών μέτρων που έχουν συμφωνηθεί για να κλείσει το δημοσιονομικό κενό των 5,4 δισ. ευρώ μέχρι και το 2018.
Ως εκ τούτου δεν υπάρχει περίπτωση για υποχωρήσεις ή δεύτερες σκέψεις στην πλήρη εφαρμογή του πακέτου με κανόνες μνημονίου.
Με άλλα λόγια η Κυβέρνηση θα πρέπει να συμφωνήσει το ταχύτερο δυνατό στα εξής:
1. Να παρουσιάσει συγκεκριμένα μέτρα «καλής ποιότητας», ή τουλάχιστον συγκεκριμένα κονδύλια που θα περικοπούν (μισθοί, συντάξεις, κοινωνικά επιδόματα), ώστε να καλυφθούν αποκλίσεις έως 3,6 δισ. ευρώ.
Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να παρουσιαστούν και να κοστολογηθούν εκ των προτέρων.
2. Η ενεργοποίηση των μέτρων αυτών θα πρέπει να είναι αυτόματη.
Μόλις διαπιστώνεται η απόκλιση στο στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος να γνωρίζουν όλοι ποιο μέτρο θα ενεργοποιηθεί για να κλείσει το «κενό» χωρίς νέες διαπραγματεύσεις.
3. Η επίτευξη του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος, δεν θα πρέπει να προκαλεί αυξήσεις στις ληξιπρόθεσμες οφειλές στους ιδιώτες.
Για το λόγο αυτό οι δανειστές ζητούν να διαχωριστούν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές παρελθόντων ετών, από αυτές που δημιουργήθηκαν από την αρχή του χρόνου, ώστε να μην καλύπτεται ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος με εσωτερική στάση πληρωμών.
4. Να υπάρχει παρακολούθηση του πρωτογενούς ισοζυγίου σε τριμηνιαία βάση όπως και τώρα, αλλά η κάθε απόκλιση του ενός τριμήνου να προκαλεί ενεργοποίηση μέτρων στο επόμενο, για το κλείσιμο της διαφοράς άμεσα και όχι το τέλος του κάθε χρόνου.
5. Να βρεθεί ένας ανεξάρτητος διεθνής Οργανισμός εγνωσμένου κύρους, για να πιστοποιεί τα στοιχεία κάθε τριμήνου του ελληνικού προϋπολογισμού.
Ως γνωστό το αίτημα αυτό προέρχεται από το ΔΝΤ, που δηλώνει φανερά ότι δεν εμπιστεύεται τα στατιστικά στοιχεία της Eurostat.
Προσδοκία των ευρωπαίων είναι ότι όπως βρέθηκε λύση για τα 5,4 δισ. ευρώ έτσι θα βρεθεί και για τα 3,6 δισ. ευρώ, μέχρι και το τέλος Μαΐου με στόχο να εξελίσσεται παράλληλα και ένα προκαταρκτικός διάλογος για το χρέος.
Σε αυτή την γραμμή κινείται και η χθεσινή δήλωση του προέδρου του Eurogroup, κ. Γερούν Νταϊσελμπλούμ για σύνοδο των υπουργών οικονομικών της Ευρωζώνης την επόμενη ή την μεθεπόμενη εβδομάδα.
Ωστόσο, η Γενική Διευθύντρια του ΔΝΤ, κ. Κριστίν Λαγκάρντ είναι προετοιμασμένη για μια νέα αγωνιώδη διαπραγμάτευση.
Αποφεύγοντας την υπερβολική αισιοδοξία με την ανακοίνωση του πακέτου, είχε πει από την Ουάσιγκτον όταν είχε ερωτηθεί σχετικά « Μην περιμένετε άμεσα αποτελέσματα. Αυτά τα πρόγραμμα παίρνουν χρόνο».
ΠΗΓΗ: enikonomia