Πολίτες που εξοφλούν τις οφειλές τους σε δήμους ή άλλους δημόσιους φορείς θα λαμβάνουν το σχετικό πιστοποιητικό χωρίς καθυστερήσεις, καθώς η σχετική επικοινωνία με την ΑΑΔΕ θα γίνεται πλέον ηλεκτρονικά.
Φορολογική ενημερότητα-εξπρές θα λαμβάνουν από τα τέλη Απριλίου οι πολίτες που έχουν εξοφλήσει τις οφειλές τους στους δήμους ή σε άλλους φορείς του Δημοσίου. Με διάταξη στο φορολογικό νομοσχέδιο, που ψηφίστηκε στη Βουλή, αποτελούν παρελθόν η ταλαιπωρία και κυρίως η καθυστέρηση που παρατηρείται στην έκδοση του πιστοποιητικού ενημερότητας το οποίο είναι απαραίτητο για πολλές συναλλαγές, όπως η είσπραξη χρημάτων από το Δημόσιο ή η μεταβίβαση ακινήτου. Παράλληλα, με άλλες διατάξεις μπαίνει στο χρονοντούλαπο της φορολογικής ιστορίας η υποχρέωση προσκόμισης βιβλίων και στοιχείων στην εφορία για επιτηδευματίες και μικρές επιχειρήσεις, εφόσον πλέον όλα τα στοιχεία διαβιβάζονται στο myDATA, ενώ αυστηροποιείται το πλαίσιο για όσους διαπράττουν λαθρεμπορία ή νοθεία προϊόντων, καθώς θα πρέπει να πληρώσουν εγγύηση μέχρι και 1 εκατ. ευρώ προκειμένου να επανακτήσουν τον Αριθμό Φορολογικού Μητρώου που έχει «παγώσει» η εφορία.
Σήμερα ο φορολογούμενος που έχει εξοφλήσει τις οφειλές του προς τον δήμο δεν μπορεί να πάρει φορολογική ενημερότητα επειδή η ΑΑΔΕ δεν έχει ενημερωθεί για την εξόφληση της οφειλής. Πλέον υιοθετείται η διαλειτουργικότητα μεταξύ των φορέων του Δημοσίου, ώστε η ΑΑΔΕ να ενημερώνεται για την ύπαρξη ή μη ληξιπρόθεσμων οφειλών του πολίτη και αντίστοιχα να χορηγεί ή μη το πιστοποιητικό φορολογικής ενημερότητας. Με τις αλλαγές που θα εφαρμοστούν, οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αλλά και άλλοι φορείς του Δημοσίου, θα επικοινωνούν με την ΑΑΔΕ μόνο ηλεκτρονικά (αντί των επιστολών που ανταλλάσσουν σήμερα), είτε για την απαγόρευση απόδοσης της ενημερότητας είτε για την άρση της απαγόρευσης αυτής.
Οι αλλαγές
1. Ο φορολογούμενος μπορεί να ζητήσει αποδεικτικό ενημερότητας ισχύος μέχρι και δύο μηνών για την πραγματοποίηση πράξεων και συναλλαγών.
2. Η φορολογική διοίκηση χορηγεί αποδεικτικό ενημερότητας μόνο εφόσον ο φορολογούμενος δεν έχει οφειλές στη φορολογική διοίκηση από οποιαδήποτε αιτία και έχει υποβάλει τις απαιτούμενες φορολογικές δηλώσεις των τελευταίων πέντε ετών.
3. Η φορολογική διοίκηση μπορεί να μη χορηγεί αποδεικτικό ενημερότητας αν ο φορολογούμενος έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές σε άλλη Αρχή του δημόσιου τομέα (δέσμευση χορήγησης αποδεικτικού ενημερότητας), εφόσον η Αρχή αυτή χρησιμοποιεί υπηρεσίες διαλειτουργικότητας για να ενημερώνει τη φορολογική διοίκηση για την ύπαρξη ληξιπρόθεσμων οφειλών που συνεπάγονται τη δέσμευση ενημερότητας, καθώς και για την τακτοποίηση των οφειλών, που συνεπάγονται άρση της δέσμευσης ενημερότητας.
4. Αν ο φορολογούμενος έχει ενταχθεί σε πρόγραμμα ρύθμισης οφειλών ή έχει οφειλές μη ληξιπρόθεσμες ή σε αναστολή, μπορεί να εκδοθεί αποδεικτικό ενημερότητας περιορισμένης ισχύος, το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τον έναν μήνα. Η φορολογική διοίκηση και μετά τη συμμόρφωση του οφειλέτη σε πρόγραμμα ρύθμισης ορίζει υποχρεωτικά όρο παρακράτησης στις περιπτώσεις που το αποδεικτικό ενημερότητας εκδίδεται για είσπραξη χρημάτων ή μεταβίβαση ακινήτου ή σύσταση εμπράγματου δικαιώματος επ’ αυτού από επαχθή αιτία. Το παρακρατούμενο ποσό λαμβάνεται υπ’ όψιν για την κάλυψη δόσης ή δόσεων, σύμφωνα με το πρόγραμμα ρύθμισης οφειλών. Ειδικά για μεταβίβαση ακινήτου, το αποδεικτικό ενημερότητας εκδίδεται με ποσό παρακράτησης ποσοστού 70% επί του τιμήματος, εφόσον το τίμημα δεν υπολείπεται της αντικειμενικής αξίας, και έως το ύψος των ληξιπρόθεσμων ρυθμισμένων οφειλών στη φορολογική διοίκηση. Εάν υφίστανται ληξιπρόθεσμες οφειλές σε αναστολή άνω των 50.000 ευρώ, ορίζεται ποσοστό παρακράτησης 50% επί του τιμήματος, εφόσον αυτό δεν υπολείπεται της αντικειμενικής αξίας, και έως το ύψος των συνολικών οφειλών σε αναστολή. Εάν το τίμημα υπολείπεται της αντικειμενικής αξίας και το ποσό της παρακράτησης, υπολογιζόμενο επί του τιμήματος, είναι μικρότερο των οφειλών, εκδίδεται αποδεικτικό ενημερότητας με υπολογισμό του ποσού της παρακράτησης επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου και υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό της παρακράτησης που προκύπτει από τον υπολογισμό δεν υπερβαίνει το τίμημα.
5. Αν ζητείται αποδεικτικό ενημερότητας για είσπραξη χρημάτων ή μεταβίβαση ακινήτου και δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγησή του, ούτε συντρέχουν οι προϋποθέσεις συμψηφισμού, εκδίδεται από την αρμόδια υπηρεσία βεβαίωση οφειλής προς το Δημόσιο, η οποία κατατίθεται αντί του αποδεικτικού ενημερότητας στην υπηρεσία ή τον οργανισμό πληρωμής ή κατατίθεται για τη μεταβίβαση ακινήτου. Με βάση τη βεβαίωση αυτή αποδίδεται στην υπηρεσία που εξέδωσε τη βεβαίωση το προς είσπραξη ποσό ή το προϊόν του τιμήματος και μέχρι του ύψους της οφειλής.
6. Σε ειδικές περιπτώσεις διασφάλισης σοβαρών συμφερόντων του Δημοσίου ή σε περιπτώσεις οικονομικού εγκλήματος και μεγάλης έκτασης φοροδιαφυγής, μπορεί, με γραπτή συναίνεση του διοικητή, να μη χορηγηθεί αποδεικτικό ενημερότητας, ακόμη και αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησής του.
7. Σε περίπτωση προσυμφώνου μεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου, στο πλαίσιο εργολαβικής σύμβασης με την οποία αναλαμβάνεται η ανέγερση πολυκατοικίας με αντιπαροχή, απαλλάσσεται ο οικοπεδούχος από την υποχρέωση προσκόμισης αποδεικτικού ενημερότητας κατά τη μεταβίβαση ποσοστών επί του οικοπέδου σε τρίτο, εφόσον κατά τη μεταβιβαστική δικαιοπραξία συμβάλλεται και ο εργολάβος. Στην περίπτωση αυτή, το αποδεικτικό ενημερότητας προσκομίζεται από τον εργολάβο.
Απαλλαγή
Οι φορολογούμενοι που τηρούν βιβλία με βάση το απλογραφικό λογιστικό σύστημα (κυρίως επιτηδευματίες και μικρές επιχειρήσεις) απαλλάσσονται από την υποχρέωση να προσκομίζουν τα λογιστικά τους αρχεία στη φορολογική διοίκηση, εφόσον όλα τα σχετικά στοιχεία (έσοδα-έξοδα) διαβιβάζονται στην πλατφόρμα myDATA. Το προηγούμενο καθεστώς προέβλεπε πρόστιμο ύψους 2.500 ευρώ για τη μη προσκόμιση των βιβλίων. Επί της ουσίας, η ΑΑΔΕ και ο ελεγκτικός μηχανισμός διαθέτουν όλα τα απαραίτητα στοιχεία που χρειάζονται για να ελέγξουν μια επιχείρηση ή έναν επαγγελματία.
Τσουχτερή τιμή
Πιο αυστηρή διαδικασία για το «πάγωμα» του ΑΦΜ προσώπων που υποπίπτουν σε σοβαρές φορολογικές παραβάσεις, αλλά και τσουχτερή τιμή για την εξαγορά της αναστολής της δραστηριότητας προβλέπει ο νέος κώδικας φορολογικής διαδικασίας. Η εφορία πλέον θα απαιτεί την καταβολή εγγύησης μέχρι και 1 εκατ. ευρώ για την επανενεργοποίηση του ΑΦΜ. Ειδικότερα, το ύψος της χρηματικής εγγύησης που θα καταβάλει ο φορολογούμενος ο οποίος έχει καταδικαστεί για φοροδιαφυγή ή λαθρεμπόριο, προκειμένου να ασκήσει ξανά οικονομική δραστηριότητα, δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 3.000 ευρώ και μεγαλύτερο των 500.000 ευρώ. Ειδικά όμως για όσους έχουν τελέσει λαθρεμπορία, το ύψος της χρηματικής εγγύησης δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από 1 εκατ. ευρώ. Επίσης, η χρονική διάρκεια της εγγύησης δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δύο ετών και μεγαλύτερη των έξι ετών.
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, η φορολογική διοίκηση απαιτεί εγγύηση από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή οντότητα πρόκειται να ασκήσει δραστηριότητα επιχειρηματικού περιεχομένου. Συγκεκριμένα:
– Από φυσικό πρόσωπο που έχει πτωχεύσει ή έχει καταστεί αφερέγγυο, μετά την πάροδο της αναστολής χρήσης του ΑΦΜ του, εφόσον κατά τον χρόνο που υποβάλλει δήλωση έναρξης έχει συνολική βασική ληξιπρόθεσμη οφειλή από φόρο εισοδήματος, ΦΠΑ, παρακρατούμενους φόρους από μισθωτή εργασία ή πρόστιμα, τουλάχιστον 100.000 ευρώ.
– Από πρόσωπα για τα οποία έχει παρέλθει το χρονικό διάστημα αναστολής χρήσης του ΑΦΜ τους.
– Από φυσικό πρόσωπο που υπήρξε διευθυντής, εκτελεστικός πρόεδρος, διαχειριστής, εκτελεστικό μέλος διοικητικού συμβουλίου, διευθύνων σύμβουλος ή πρόσωπο εντεταλμένο στη διοίκηση νομικού προσώπου ή οντότητας ή συνδεδεμένο πρόσωπο με άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, ή μέτοχος ή εταίρος με ποσοστό συμμετοχής τουλάχιστον 33% νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας, των οποίων ο ΑΦΜ έχει ανασταλεί ή απενεργοποιηθεί.
– Από οντότητες που έχουν, κατά τον χρόνο που υποβάλλουν δήλωση έναρξης, συνολική βασική ληξιπρόθεσμη οφειλή από φόρο εισοδήματος, ΦΠΑ, παρακρατούμενους φόρους από μισθωτή εργασία ή πρόστιμα, τουλάχιστον 300.000 ευρώ.
– Από νομικά πρόσωπα, τα οποία συστήνουν ή στα οποία συμμετέχουν με ποσοστό τουλάχιστον 33% ή τα οποία διοικούνται από φυσικά πρόσωπα που έχουν, κατά τον χρόνο που υποβάλλουν δήλωση έναρξης, συνολική βασική ληξιπρόθεσμη οφειλή από φόρο εισοδήματος, ΦΠΑ, παρακρατούμενους φόρους από μισθωτή εργασία ή πρόστιμα, τουλάχιστον 300.000 ευρώ.