«Δεν θέλω να επιστρέψω στο σπίτι μου», ήταν η κρίσιμη φράση που είπε ένα κορίτσι, φανερώνοντας την αγωνία που είχε για όσα βίωνε στο στενό της περιβάλλον.
Το 11χρονο κορίτσι που ζει σε μεγάλο τουριστικό χωριό της περιοχής μας ήταν μόνο στο δρόμο αργά το βράδυ. Τι θα μπορούσε να γυρεύει ένα παιδί λίγο πριν τα μεσάνυχτα στους δρόμους;
Το αιτιολογημένο ερώτημα απασχόλησε κάτοικο της περιοχής που είδε το παιδί και σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες άνοιξε μαζί του κουβέντα. Η μικρή δεν δίστασε να πει πως δεν θέλει να επιστρέψει στο σπίτι, στοιχείο που προκάλεσε εύλογες απορίες.
Σύμφωνα με την υπάρχουσα αφήγηση, το παιδί, αλβανικής καταγωγής, αντιμετώπιζε προβλήματα στο σπίτι του και δεν είχε καλές σχέσεις με τον πατριό του. Όμως οι πληροφορίες αναφέρουν πως οι συνθήκες δεν ήταν ιδανικές, σύμφωνα με τις αφηγήσεις που υπάρχουν για να μπορέσει το μικρό κορίτσι να νιώθει ότι ζει σ’ ένα ασφαλές, προστατευμένο και ήσυχο περιβάλλον.
Τα όσα καταμαρτύρησε αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας της αστυνομίας, που έσπευσε αμέσως να επιληφθεί του περιστατικού, αφού υπήρξε σχετική καταγγελία. Ακολουθήθηκε όλη η προβλεπόμενη διαδικασία και προανάκριση ενώ κλήθηκε ο αρμόδιος Εισαγγελέας για να κρίνει πως θα έπρεπε να εξελιχθεί η συγκεκριμένη υπόθεση που προκάλεσε εύλογη ανησυχία.
Έλλειψη δομών
Η απόφαση που τελικά λήφθηκε είναι να παρακολουθείται το παιδί από ψυχολόγο και να παραμείνει στο περιβάλλον του, ώστε να φανεί, αν πραγματικά υπάρχουν προβλήματα για το παιδί.
«Πώς είναι δυνατόν να υπάρχει μια καταγγελία παιδιού και η απόφαση της Εισαγγελικής Αρχής να είναι η παραμονή στο χώρο της οικογένειας;» Είναι το εύλογο ερώτημα που διατυπώνεται. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να δώσει σαφείς απαντήσεις για αυτό. Αφενός, γιατί ποτέ σε τέτοιες περιπτώσεις η κοινωνία δεν έχει καταφέρει να μιλά ανοικτά, αφετέρου γιατί ακόμα και τα ειδικά θεσμικά όργανα της πολιτείας που έχουν επωμιστεί με τον αποφασιστικό ή τον διαχειριστικό ρόλο τέτοιων φαινομένων, δεν επιτρέπεται να έχουν δημόσιο λόγο.
Αυτό πρακτικά σημαίνει πως το περιστατικό που καταγράφουμε, έρχεται ν’ αναδείξει την έλλειψη κοινωνικών δομών που μπορούν να λειτουργήσουν ουσιαστικά και αποτελεσματικά στον τομέα της πρόληψης, για τα μικρά παιδιά που ενδεχομένως κακοποιούνται ή βρίσκονται σ’ ένα οικογενειακό περιβάλλον που δεν είναι κατάλληλο ή παρουσιάζει έντονα προβληματικά στοιχεία για ένα παιδί.
Επιπλέον, πως τα φαινόμενα αυτά, αναδεικνύουν το μέγεθος του κοινωνικού προβλήματος που έχει μεγεθυνθεί μέσα στην περίοδο της οικονομικής κρίσης και της κρίσης που διέρχεται ένας κρίσιμος θεσμός στην ελληνική κοινωνία, όπως είναι η οικογένεια.
Παράλληλα, αναδεικνύει το νόμο της σιωπής. Μιας κοινωνίας που αδυνατεί, για διάφορους λόγους, να σταθεί με επάρκεια απέναντι στην προστασία των αδύναμων μελών της και μάλιστα δεν μπορούν στοιχειωδώς τα όργανά της να εκφέρουν δημόσιο λόγο γύρω από τα θέματα αυτά. Πρόκειται, ασφαλώς, για μια τραγική κοινωνική αναπηρία που παραμένει αθεράπευτη, με τις συνέπειες να μεγαλώνουν καθημερινά.
Η ενδοοικογενειακή βία στα χρόνια της κρίσης
Είναι ξεκάθαρο πως η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί εγκληματική πράξη και κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο αναδείχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες. Υπάρχει και στην Ελλάδα αλλά δεν παύει να αποτελεί ένα ευρύτερο φαινόμενο με διαστάσεις σε όλο τον δυτικό κόσμο. Ωστόσο, το στοιχείο που έχει ανακύψει στην ελληνική κοινωνία – όχι ως καινοφανές, αλλά ως ραγδαία αυξανόμενο – αφορά τη βίαιη συμπεριφορά των γονέων προς τα παιδιά. Οι συμπεριφορές των γονέων που βιώνουν άμεσα τις συνέπειες της κρίσης, προς τα παιδιά που είναι έμμεσοι αποδέκτες της, συχνά δεν προσιδιάζουν σε περιβάλλον ικανό να μεγαλώνει υγιείς κοινωνικά και ψυχικά ανθρώπους. Τα έντονα στοιχεία βίας ή ακόμα και η απροκάλυπτη βίαιη συμπεριφορά, συχνά αποτελούν καθημερινό φαινόμενο για πολλά παιδιά, τα οποία δεν μπορούν να έχουν κρίση και φωνή για να μιλήσουν για όσα βιώνουν. Κι αν το κάνουν, η πολιτεία δεν μπορεί να κάτι τίποτα ουσιαστικό για να τα προστατεύσει.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΤΣΑΛΑΚΗΣ