Συνέντευξη στο Νίκο Σγουρό
Ανεξαρτήτως εάν οι ταινίες του ή η ζωγραφική του σου αρέσουν, σου αποσπούν το ενδιαφέρον ή σε εμπνέουν, με τον Άγγελο Σπάρταλη ένα είναι το σίγουρο: πως δεν βαριέσαι να συζητάς μαζί του. Κι αυτό, γιατί είναι ένας από τους ανθρώπους που έχει κάτι να «πει». Κι αυτό το «κάτι», δεν διστάζει, ούτε κομπιάζει, ούτε δειλιάζει, αλλά το λέει ευθαρσώς. Όχι μόνο στις συνομιλίες και στις συζητήσεις του, αλλά και στη δουλειά του. Δεν φοβάται να «πειραματιστεί» κινηματογραφικά και ζωγραφικά. Αυθόρμητος – όπως κάθε άνθρωπος της Τέχνης που σέβεται τον εαυτό του. Γι’ αυτό έχει αποσπάσει και βραβεία, γι’ αυτό συνεχίζει να κάνει ακόμη ταινίες (και ζωγραφική βεβαίως). Γιατί ξέρει πού ζει και πώς να εκφράζει μέσα από τα δικά του μάτια και βάσει της δικής του κοσμοθεωρίας αυτόν τον «κόσμο». Έναν «κόσμο» αποτελούμενο από πολλές γι’αυτόν «πατρίδες» και «μεγάλες στάσεις» στο ταξίδι της ζωής – την Κρήτη και τον Άγιο Νικόλαο, τα αγαπημένα του Εξάρχεια και φυσικά – τι άλλο – την Τέχνη.
Λίγες ημέρες πριν μας παρουσιάσει στο κιηματοθέατρο ΡΕΞ σε πρώτη επίσημη προβολή (την Παρασκευή 3, το Σάββατο 4, την Κυριακή 5 και τη Δευτέρα 6 Ιανουαρίου) τη νέα ταινία του με τίτλο «Στα εννιά» (@9) της οποίας το σενάριο, τη σκηνοθεσία και την παραγωγή υπογράφει (και η οποία θα κάνει από τις 9/1 επίσημη πρεμιέρα και στα σινεμά της πρωτεύουσας) ο Άγγελος Σπάρταλης, ο Αγιονικολιώτης – Εξαρχειώτης ζωγράφος και κινηματογραφιστής, μίλησε στην ΑΝΑΤΟΛΗ. Για το φιλμ του, τα Εξάρχεια, το Νίκο Κούνδουρο, την Κρήτη, την Αθήνα, την τέχνη αλλά και την επικαιρότητα.
ΑΝΑΤΟΛΗ (Α): Καταρχάς Άγγελε, το όνομα της νέας ταινίας σου, από πού προκύπτει;
Άγγελος Σπάρταλης (Α.Σ.): Το όνομα της ταινίας προκύπτει από το κόνσεπτ της ταινίας, με ένα κοριτσάκι εννιά χρονών που ζει μόνο του στο κέντρο της Αθήνας. Δείχνει πως ένα κορίτσι, ένας άνθρωπος 9 χρονών, μπορεί να ζει μόνος του. (σ.σ. το κορίτσι υποδύεται η κόρη του Άγγελου, Δήμητρα Σπάρταλη). Υπάρχει μία κεντρική ιδέα της ταινίας, ότι τα παιδιά μεγαλώνουν από μόνα τους, ό,τι και να κάνουμε εμείς οι γονείς, είτε είμαστε καλοί, είτε αδιάφοροι, είτε τα προσέχουμε είτε αδιαφορούμε, τα παιδιά με ένα «μαγικό τρόπο» μεγαλώνουν από μόνα τους, γι’ αυτό και πάει η ανθρωπότητα μπροστά. Γιατί αλλιώς θα είχε πατώσει.
Α: Αυτό λοιπόν είναι και το «μήνυμα» που εσύ θες να «περάσεις» μέσω αυτής…
Α.Σ.: Ακριβώς αυτό, πως όποια προσπάθεια κι αν κάνουμε εμείς οι γονείς που είτε κατά τόπους αδιαφορούμε είτε τους δίνουμε πολλή σημασία ανάλογα τη διάθεσή μας, τα παιδιά με αυτό τον «μαγικό τρόπο» μεγαλώνουν και έτσι… σώζεται η ανθρωπότητα. Αυτό είναι και το «βαρύ» νόημα της ταινίας.
Α: Και η ιστορία της ταινίας σου «ξεδιπλώνεται», «ξετυλίγεται» στα Εξάρχεια…
Α.Σ.: Ναι, και για να δείξω αυτό που είπα πριν, βάλαμε ένα κοριτσάκι 9 χρονών, την πρωταγωνίστρια της ταινίας, να ζει σε ένα τέτοιο, πολύ «σκληρό» για κάποιους περιβάλλον – που αν το συγκρίνεις βεβαίως με τις φαβέλες στο Ρίο δεν είναι τόσο σκληρό, είναι μια χαρά. Το κοριτσάκι λοιπόν ξυπνά στα Εξάρχεια, φτιάχνει πρωινό στα Εξάρχεια, βγαίνει έξω, παίρνει το λεωφορείο, πάει στο βόλεϊ και γυρνώντας προσπερνά τις μολότοφ που κάποιοι ρίχνουν και σαν να μην τρέχει τίποτα, πάει σπίτι, φτιάχνει να φάει, κοιμάται. Κι αυτό είναι το συγκλονιστικό. Το «ερεθιστικό» κομμάτι της ταινίας είναι ότι παρατηρούμε ένα κορίτσι 9 χρονών να ζει εντελώς μόνο του, σαν να μην υπάρχουν οι γονείς. Κι αυτό, βάζει το θεατή να σκεφτεί «γιατί» αυτό το κορίτσι είναι μόνο του. Κι εκεί «αποκαλύπτεται» ότι είναι «φάντασμα». Στην πραγματικότητα, όμως, το φάντασμα είναι ένα εφεύρημα. Και τα κανονικά κοριτσάκια 9 χρονών μόνα τους μεγαλώνουν. Γιατί μπορεί να τα συνοδεύει ο γονιός του, όμως όταν αυτά χαίρονται οι γονείς δεν είναι εκεί, δεν συμμετέχουν σε αυτό το μεγάλωμα.
Α: Άγγελε, πώς «ξύπνησαν» μέσα σου η ανάγκη και η επιθυμία να κάνεις αυτό το φιλμ με κεντρικό «σκηνικό» αυτή την περιοχή, τα Εξάρχεια;
Α.Σ.: Εγώ βρέθηκα στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο, απ’ όπου αποφοίτησα μετά από 9 χρόνια, το 1989-1990. Και έζησα τα Εξάρχεια νέος. Μετά από 10 χρόνια έφυγα, γύρισα στην Κρήτη, πήγα στη Ρόδο, ξαναγύρισα στην Κρήτη, ξαναπήγα τώρα στην ίδια γειτονιά. Αυτή η γειτονιά είναι ένας «τόπος» μου. Δεν είναι η Κρήτη που είναι η πατρίδα μου, αλλά είναι η δεύτερη πατρίδα μου. Και όλα αυτά που δείχνουμε στην ταινία δεν είναι τουριστικά, δεν είναι αυτά που δείχουν οι ειδήσεις, είναι αυτά ακριβώς που συμβαίνουν στα Εξάρχεια σήμερα.
Α: Ο αείμνηστος ο Νίκος ο Κούνδουρος σε έχει επηρεάσει, και σε αυτή αλλά και εν γένει στο κινητογραφικό σου έργο και «αποτύπωμα»;
Α.Σ.: Μέντορές μου ήταν τουλάχιστον δύο – ο φυσικός μου πατέρας και ο Νίκος Κούνδουρος που τον θεωρώ και ήταν ο πνευματικός μου πατέρας. Σίγουρα με επηρέασε και σε αυτή την ταινία. Στην Ελλάδα έχουμε ένα ζήτημα στην παραγωγή του κινηματογραφικού έργου, μια ταινία κοστίζει πολλά χρήματα κι εγώ δεν είμαι πάμπλουτος, ούτε έχω την υποστήριξη του ελληνικού κράτους. Για να πω λοιπόν ότι θα κάνω μία ταινία, ότι θα κάνω το «αδύνατο», έπρεπε να έχω μέντορα έναν άνθρωπο που θα μου έχει εμφυσήσει αυτή την ιδέα. Εδώ υπάρχει και ο «κίνδυνος», πως δεν μπορεί όταν υπογράψεις μια ταινία, να πεις «ναι παιδιά, εγώ αυτή την ταινία την έκανα με λίγα λεφτά», πρέπει να είναι μια ταινία πλήρης, που να μπορείς πράγματι να την υπογράψεις, αλλιώς μην την κάνεις. Αυτά είναι διδάγματα του πατέρα μου και του Κούνδουρου τα οποία και έχω βάλει μέσα στη δουλειά μου.
Α: Εσύ, και ως άνθρωπος της Τέχνης αλλά και ως αυθεντικός Εξαρχειώτης, πώς κρίνεις όλα όσα συμβαίνουν το τελευταίο διάστημα με τις επεμβάσεις καταστολής της αστυνομίας σε καταλήψεις τόσο στα Εξάρχεια όσο και σε άλλες περιοχές αλλά και με τις κατεγγελλίες για αστυνομική βία, κλπ;
Α.Σ.: Θα ήθελα να συστήσω στους θεατές και ακροατές, απ’ ότι ακούν από την τηλεόραση να μην πιστεύουν ούτε το 1/3. Πέρα από τις «πολιτιστικές δυνάμεις» των Εξαρχείων, τους άνθρωπους που ενδιαφερόμαστε και πέρα από το «τι θα φάμε, τι θα πιούμε και τι θ’ αρπάξει ο κώλος μας», είναι ελάχιστοι αυτοί που ζουν στο κέντρο της Αθήνας που να ενδιαφέρονται παραπάνω από το οικογενειακό μας όφελος. Αυτές οι δυνάμεις που για μένα είναι σημαντικές, έχουν μετακινηθεί από την πλατεία προς τη Νεάπολη Εξαρχείων και το Κολωνάκι, εδώ και 4-5 χρόνια. Αν εσύ ερχόσουν να συναντηθούμε, δεν θα παίρναμε δύο μπίρες να πάμε στην πλατεία να τις πιούμε. Η πλατεία είναι γνωστό ότι δεν παράγει πολιτισμό, κουλτούρα, τέχνη, ούτε καν αριστερή φιλοσοφία. Οι φιλόσοφοι αναρχικοί, δεν ζουν στην πλατεία εδώ και 10 χρόνια. Στην πλατεία υπάρχουν φαινόμενα παρανομίας που δεν έχουν καταπολεμηθεί. Όλο αυτό όμως που γίνεται τώρα και αυτά που ακούγονται, και με την εγκυρότητα που έχω ως μόνιμος κάτοικος των Εξαρχείων, είναι «show business», δεν ισχύουν. Και οι καταλήψεις που έχουν εκκενωθεί δεν είναι οι λεγόμενες «επικίνδυνες», δεν έχουν εκκενωθεί δηλαδή οι καταλήψεις που λένε, αν αυτές υπάρχουν. Όλο αυτό που γίνεται είναι για το θεαθήναι.
Α: Ως δημιουργό, σε έχει εν γένει επηρεάσει ο Γιώργος Λάνθιμος;
Α.Σ.: Ο Λάνθιμος είναι ένας Έλληνας σκηνοθέτης, που κάνει διεθνή κινηματογράφο, χωρίς τη βοήθεια του ελληνικού κράτους. Είναι δύσκολο για έναν άνθρωπο να εκτιμήσει κάτι το οποίο δεν του αρέσει. Υπάρχουν και ζωγράφοι που τα έργα τους π.χ. μου προκαλούν αρνητικά συναισθήματα, αναγνωρίζω όμως στη ζωγραφική του μια ποιότητα. Και τυχαίνει απλά εγώ να μην είναι προσφιλής προς την τέχνη του. Όταν ο Λάνθιμος είχε κάνει τον «Κυνόδοντα», έλεγα στους συναδέλφους μου ότι σαν ταινία, είναι μια τρομακτική κινηματογραφική παραγωγή. Ενώ εγώ βλέποντας τις ταινίες του δεν συγκινούμαι όπως από ταινίες άλλων σκηνοθετών όπως π.χ. το «ας περιμένουν οι γυναίκες» του Τσιώλη, δεν μπορώ να μην παραδεχθώ ότι πρόκειται για κορυφαίες κινηματογραφικές παραγωγές, που ίσως δεν θα ξαναδούμε στην Ελλάδα.
Α: Άγγελε στη νέα ταινία σου υπάρχει, βέβαια, μέσα και μπόλικη Κρήτη…
Α.Σ.: Ναι πάρα πολύ. Καταρχήν υπάρχουν οι συντελεστές. Πέρα από εμένα και τους περισσότερους συντελεστές, υπάρχουν δεύτεροι ρόλοι που υποδύονται Αγιονικολιώτισες/ες. Πέρα από αυτό όμως, είναι σημαντικό που όλο αυτό μπορούμε να το κάνουμε στην Αθήνα, γιατί εμείς δεν είμαστε γεννήματα-θρέματα της Μητρόπολης, προερχόμαστε από την επαρχία, κι έτσι μπορούμε να είμαστε και πιο επιεικείς αλλά και πιο αυστηροί. Νομίζω δεν θα μπορούσε κάποιος να κινηματογραφήσει τα Εξάρχεια όπως το έχω κάνει εγώ, αν δεν είχε μεγαλώσει στον Άγιο Νικόλαο. Εγώ μπορεί να ασκώ σκληρή κριτική στα Εξάρχεια, αλλά να νιώθω και ένα θάμπος για τη Μητρόπολη. Μια γοητεία την οποία μου δίνει το ότι μεγάλωσα στον Άγιο Νικόλαο που ήμασταν πολύ λίγοι. Σε κάθε πτυχή της ταινίας λοιπόν ενυπάρχει η Κρήτη, το ¼ των συντελεστών της ταινίας είναι από τον Άγιο Νικόλαο. Το ουσιαστικό όμως είναι στο κομάτι του μυαλού, η Κρήτη επηρέασε τη σκέψη μου για να κάνω αυτή την ταινία.