Να επιστρέψουν οι αποσταγματοποιοί στην παραγωγή της τσικουδιάς όπως γινόταν το 1917 με τα μπακιρένια καζάνια, τους σκουριασμένους ντενεκέδες και τις συνθήκες που επικρατούσαν ένα αιώνα πριν, μοιάζει τουλάχιστον παράλογο στην εποχή μας.
Κι όμως το δεδομένο της αντιπαράθεσης που σοβεί χρόνια τώρα ανάμεσα στις μεγάλες εταιρείες παραγωγής οινοπνευματωδών και τους ντόπιους μικρούς παραγωγούς τσικουδιάς, γνωστούς και ως διήμερους αποσταγματοποιούς, δεν έχει τελειωμό.
Το νέο δεδομένο στην κόντρα, αποτυπώνεται στις οδηγίες για τους ελέγχους που προβλέπει η απόφαση ελέγχων της ΑΑΔΕ για τους διήμερους αποσταγματοποιούς. Εκεί είναι ξεκάθαρο πως η ελεγκτική αρχή τους κρίνει με το βασιλικό διάταγμα του 1917, όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος έδωσε τη δυνατότητα για παραγωγή ρακής σε κάθε πολίτη. Κι αυτό μοιάζει να έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με όσα είχε δώσει φέτος ο Υφυπουργός Φορολογικής Πολιτικής και Δημόσιας Περιουσίας Απόστολος Βεσυρόπουλος, που κατανόησε τα προβλήματα και στήριξε σειρά αιτημάτων αναβάθμισης των αποσταγματοποιών.
Τις τελευταίες μέρες προέκυψε η εκγύκλιος «Παροχή οδηγιών για την εφαρμογή του νομικού και κανονιστικού πλαισίου που διέπει το καθεστώς λειτουργίας των διήμερων μικρών αποσταγματοποιών» της ΑΑΔΕ για ελέγχους.
Η εγκύκλιος δημιουργεί ερωτηματικά σε σχέση με το πώς θα λειτουργήσουν οι καζανάρηδες – διήμεροι αποσταγματοποιοί – το επόμενο χρονικό διάστημα. Ουσιαστικά τους αξιολογεί με νόμο που έχει περάσει τον ένα αιώνα ζωής και που δεν καλύπτει τα σύγχρονα δεδομένα. Είναι ένας νόμος που δεν προβλέπει τις σύγχρονες δυνατότητες για ένα άμβυκα και την σύγχρονη απόσταξη.
Άμβυκες και καύσιμη ύλη
«Το κυριότερο είναι ότι εμείς από το 1917 μέχρι σήμερα έχουμε αποκτήσει την τεχνογνωσία, έχουμε προχωρήσει. Και έχουμε εξειδικευτεί στη διαδικασία της απόσταξης, η οποία παραμένει παραδοσιακή. Αλλά με ποιοτικότερα σκεύη», μας εξηγεί, διήμερος αποσταγματοποιός, εμφανώς προβληματισμένος για την εξέλιξη.
Ένα παράδειγμα που μαρτυρά την αντιμετώπιση είναι η καύσιμη ύλη.
Όπως προβλέπεται «Οι άμβυκες θερμαίνονται προς απόσταξη αποκλειστικά με γυμνή φλόγα για την παραγωγή της οποίας χρησιμοποιούνται τα καυσόξυλα. Κατόπιν άδειας του αρμόδιου Τελωνείου μπορεί να επιτρέπεται η χρησιμοποίηση πυρηνόξυλου, άλλων υλών γεωργικής προέλευσης, περιλαμβανομένου και του πέλλετ υπό την προϋπόθεση της μη χρήσης καυστήρων ή άλλων συστημάτων αυτοματισμού, ως και πετρελαίου κίνησης, φυσικού αερίου και υγραερίου. Στην περίπτωση αυτή το αρμόδιο Τελωνείο προβαίνει σε σχετική εγγραφή επί της άδειας κατοχής στη μηχανογραφική εφαρμογή του ICISnet, στο αντίτυπο της άδειας κατοχής που τηρείται στον σχετικό φάκελο του άμβυκα καθώς και στο αντίτυπο ή στα αντίτυπα της άδειας που διαθέτει ο κάτοχος ή οι κάτοχοι αυτού, αντίστοιχα».
Αυτό πρακτικά σημαίνει πως μόνο τα καυσόξυλα μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους παραγωγούς που παράγουν τσικουδιά. Διότι στην ουσία δεν επιτρέπει με κανένα πρακτικό τρόπο να λειτουργήσει το καζάνι. Έτσι σχετικά με την καύσιμη ύλη, μπορεί η απόφαση ν’ αναφέρει ως καύσιμη ύλη τα καυσόξυλα, γι΄αυτό και δεν ορίζει κάποια μορφή μηχανισμού. Όμως, εφόσον έχει δοθεί η δυνατότητα καύσης και άλλων όπως πυρηνόξυλο, πέλλετ, πετρέλαιο, υγραέριο κ.λ.π., δεν δύναται να ολοκληρωθεί η διαδικασία της καύσης χωρίς μηχανισμό (καυστήρα).
Και αυτό είναι ένα ενδεικτικό ζήτημα από τα προβλήματα που ανακύπτουν και φαίνεται πως δε λύνονται ακόμα και τώρα, παρά τις προβλέψεις που προηγήθηκαν και τις ανακοινώσεις που υπήρξαν το περασμένο φθινόπωρο όταν και καταγραφόταν μεγάλη αντίδραση για αναστατώσει τόσο τους παραγωγούς τσικουδιάς όσο και τσίπουρου.
Όταν δε αναφέρει πως «οποιαδήποτε παρέκκλιση από τις προαναφερθείσες διατάξεις, έχει ως αποτέλεσμα την καταστρατήγηση του παραδοσιακού χαρακτήρα», συνεπάγεται πως δεν μπορεί να γίνει παραγωγή με σύγχρονη μορφή ακόμα και με την τήρηση κλασικών μεθόδων που έχουν καθιερωθεί ως εξέλιξη τα τελευταία χρόνια.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΤΣΑΛΑΚΗΣ