Α’ ΜΕΡΟΣ
Ο Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε στα Πάταρα της Λυκίας, που είναι στη Μ. Ασία, γύρω στα 250 μ.Χ. Ήταν μοναχοπαίδι. Οι γονείς του ήσαν ευσεβείς και καλής οικονομικής καταστάσεως. Ακολούθησε τον σκληρό, αλλά άγιο δρόμο της ασκήσεως, από μικρός. Σαν έγινε παιδί του Σχολείου, ήταν επιμελής. Έφευγε μακριά από συζητήσεις απρεπείς.
Στην εποχή του Αγίου Νικολάου, ζούσε στα Πάταρα της Λυκίας, ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος, που είχε τρεις ωραίες θυγατέρες. Ήρθε όμως κάποια ημέρα, που έχασε τα πλούτη του. Η φτώχεια του έγινε μεγάλη και ανυπόφορη. Στην απελπισία του σκέφτηκε να κλείσει τις θυγατέρες του σε πορνείο, για να εξοικονομεί χρήματα αρκετά, ώστε να
περνούν και πάλι μια ζωή άνετη! Την ίδια ημέρα όμως, το πληροφορήθηκε κι ο Άγιος Νικόλαος. Έδεσε τότε σ’ ένα μαντήλι τριακόσια χρυσά νομίσματα και μόλις νύχτωσε πλησίασε το σπίτι του άλλοτε πλουσίου, κι από ένα ανοιχτό παραθυράκι πέταξε το μαντήλι με τα νομίσματα μέσα στο δωμάτιο.
Το πρωί που ξύπνησε ο πτωχεύσας πλούσιος κακόκεφος, βρήκε στη μέση του δωματίου το μαντήλι με τα χρήματα. Γεμάτος τότε χαρά και αγαλλίαση, την ίδια κιόλας ημέρα πάντρεψε την πιο μεγάλη του κόρη με έναν πλούσιο της πόλεως, που την ήθελε. Τους έδωσε για προίκα όλα τα νομίσματα. Ο Θεός, σκέφτηκε, θα βρει τον τρόπο και για την ευτυχία των άλλων κοριτσιών μου…
Ο Άγιος, αφού είδε, ότι τα χρήματά του εκείνα πιάσανε τόπο, όπως ήθελε ο Θεός, και έγινε ο γάμος, μια άλλη νύχτα έβαλε άλλα τριακόσια νομίσματα σ’ ένα μαντήλι και τα πέταξε από το ίδιο παραθυράκι μέσα στο σπίτι, χωρίς να τον αντιληφθεί κανένας. Ο πατέρας με τα χρήματα αυτά πάντρεψε και την δεύτερη θυγατέρα του. Ο Θεός, έλεγε, που τα εξοικονόμησε, για τις δύο μου κόρες, θα φροντίσει και για την τρίτη. Από την ημέρα όμως εκείνη πρόσεχε πάντοτε τη νύχτα αν ξανάρθει ο άγνωστος ευεργέτης, να τρέξει να τον δει ποιος είναι. Και το κατόρθωσε. Ο Άγιος βλέποντας, ότι πάντρεψε και την δεύτερη κόρη έβαλε πάλι σ’ ένα μαντήλι άλλα τριακόσια χρυσά νομίσματα και πήγε κρυφά και προσεκτικά και τα πέταξε από το ίδιο παραθυράκι. Ο πατέρας των κοριτσιών είχε όμως τον νου του κι αγρυπνούσε. Μόλις άκουσε τον χτύπο, άνοιξε αμέσως την πόρτα και έτρεξε πίσω από τον Άγιο. Ο Νικόλαος μόλις κατάλαβε, ότι τον αντελήφθησαν άρχισε να τρέχει, θέλοντας να ξεφύγει από τα μάτια του ευεργετουμένου και να μείνει άγνωστος. Εκείνος όμως, που τόσο ευεργετήθηκε από τον άγνωστο σωτήρα του, έτρεξε πιο πολύ και τον έφτασε. Μόλις τον είδε τον γνώρισε. Έπεσε στα πόδια του και τον ευχαρίστησε θερμά. Την άλλη ημέρα πάντρεψε και την μικρότερή του κόρη. Τρεις γάμοι ευτυχισμένοι πήραν την θέση τους, εκεί που άλλοτε απειλούσε ο ξεπεσμός και η διαφθορά. Και ο ευτυχής πλέον πατέρας των κοριτσιών, πέρασε με ευτυχία τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του. Κι ο Άγιος περνούσε τις ημέρες του με ελεημοσύνες, με προσευχή και νηστεία.
Κάποτε ο Άγιος ανεχώρησε με ένα αιγυπτιακό καράβι, για τα Ιεροσόλυμα. Μαζί του ήταν και πολλοί Χριστιανοί, που πήγαιναν να προσκυνήσουν τους Αγίους τόπους. Τη νύκτα βλέπει ο Άγιος στον ύπνο του, ότι ο διάβολος έκοβε τα σχοινιά του καταρτιού στο καράβι. Μόλις ξύπνησε το πρωί είπε στους ναύτες:
-Σήμερα θα μας βρει μεγάλη τρικυμία και θα υποφέρουμε πολύ. Προσευχηθείτε στο Θεό και θα μας φυλάξει από τα κύματα.
Σε λίγο φύσηξε ισχυρός άνεμος και έγινε θαλασσοταραχή μεγάλη. Τα χάσανε όλοι και περίμεναν τον θάνατο. Ο Άγιος προσευχήθηκε τότε θερμά στον Κύριο και ο άνεμος σταμάτησε. Γαλήνεψε η θάλασσα και όσοι ήταν στο πλοίο ανακουφίστηκαν.
Ο διάβολος, όμως, που δεν του άρεσε το ότι ματαιώθηκε το σχέδιο του για βύθιση του πλοίου, προκάλεσε νέα δοκιμασία: Ένας ναύτης είχε ανεβεί ψηλά στο μεσαίο κατάρτι για να δέσει κάποιο σχοινί. Όταν τελείωσε την αποστολή του, ενώ κατέβαινε, γλίστρησε και πέφτοντας στο κατάστρωμα χτύπησε θανάσιμα. Ο Νικόλαος έσπευσε κοντά του, προσευχήθηκε θερμά στο Θεό και ανέστησε το νεκρό ναύτη, προς μεγάλη χαρά των συνταξιδιωτών και του πληρώματος, που δόξασαν απ’ την καρδιά τους τον Κύριο για το θαύμα κι ευχαρίστησαν τον άγιο. Όταν έφτασαν στον προορισμό τους, πλήθος ασθενών προσέρχονταν στον άνθρωπο του Θεού και θεραπεύονταν από τις αρρώστιες.
Νέα δοκιμασία του επεφύλασσε ο διάβολος και στο ταξίδι της επιστροφής. Ο καπετάνιος και οι ναύτες του πλοίου με τους οποίους είχε συμφωνήσει να τον μεταφέρουν στην πατρίδα του, αθέτησαν τη συμφωνία. Και επειδή τους ευνοούσαν οι άνεμοι κατευθύνθηκαν προς τη δική τους πατρίδα. Σφοδρή ξαφνική καταιγίδα μετατόπισε το πηδάλιο, άλλαξε την κατεύθυνση της πορείας του πλοίου, απείλησε το πλήρωμα με καταποντισμό και τελικά οδήγησε το καράβι στο λιμάνι – προορισμό του αγίου Νικολάου. Παρά την κακή συμπεριφορά τού πληρώματος ο Νικόλαος, όντας πράος και φιλάνθρωπος, προσευχήθηκε στο Θεό και Εκείνος έδωσε να επιστρέψουν γρήγορα και χωρίς περιπέτειες στην πατρίδα τους, ενώ ο άγιος επανήλθε στη Μονή της Αγίας Σιών, που είχε ιδρύσει ο θείος του, και στην οποία τον υποδέχτηκαν όλοι με χαρά.
Κοντά στα Πάταρα ήταν μια πόλη, που την έλεγαν Μύρα. Όταν πέθανε ο Αρχιερεύς της πόλεως εκείνης, ζητούσαν να βρουν ένα καλό και άξιο Αρχιερέα. Συνάχθηκαν λοιπόν οι επίσκοποι και κληρικοί της Επαρχίας των Μύρων, για να εκλέξουν Αρχιερέα. Σαν τέτοιο ομόφωνα εξέλεξαν τον Νικόλαο που ήταν ήδη ιερεύς, φημισμένος για την αγιότητα του
βίου του. Ο Άγιος για να φροντίζει την ψυχή του, κοπίαζε τώρα ως αρχιερεύς πολύ. Πονούσε, αγρυπνούσε, νήστευε, προσευχόταν. Η φιλανθρωπική δράσις του Αγίου μεγάλωσε πολύ όταν έγινε αρχιερεύς. Έκανε ελεημοσύνες και αγαθοεργίες πάντοτε αθόρυβα. Προσπαθούσε να μη τις ξέρουν ούτε οι κοντινότεροί του. Ίδρυσε πτωχοκομείο, ξενώνα,νοσοκομείο και άλλα Ιδρύματα. Ήταν πράος, ταπεινός και αγαθός, αλλά έδειχνε, όταν έπρεπε, και την επιβαλλόμενη αυστηρότητα. Στους θρασείς και τους αδίκους ήξερε να χρησιμοποιεί σαν ποιμένας, τη ράβδο. Πολλές φορές έλεγχε και φοβέριζε αδίκους πλούσιους, προκειμένου να υπερασπίσει χήρες, ορφανά και αδυνάτους.
Συνεχίζεται….
*Ιωάννα Κρητσωτάκη – Δρακωνάκη, θεολόγος, πιστοποιημένη εκπαιδευτικός στη «Διαπολιτισμική και Συμπεριληπτική Εκπαίδευση» από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου και στη “Διοίκηση και Οργάνωση Εκπαιδευτικών μονάδων”. Master με ειδίκευση στη «Σχολική Θρησκευτική Αγωγή»