Συνάντησα ψηλά στα’ όρη έναν αρόλιθο και φαντάστηκα περαστικούς να σταματούν για να ξεδιψάσουν.
Ο αρόλιθος είναι λακκούβα σε βράχο, όπου συγκρατείται νερό της βροχής. Με το νερό αυτό έσβηναν συχνά τη δίψα τους οι παλιοί που έβοσκαν τα ζώα τους στα βουνά του ή έκαναν σ’ αυτά άλλες εργασίες. Υπάρχουν και τοποθεσίες με το όνομα αυτό, προφανώς λόγω της ύπαρξης αρόλιθων στις αντίστοιχες περιοχές (Κασσωτάκης)
Επειδή το νερό ήταν συχνά βρώμικο και αν το έπιναν προκαλούσε νοσήματα, έλεγαν, πριν το πιούν, τη γητειά: «πίνω γω, πίνει ο Χριστός, πίνουν χίλια πρόβατα» – «Μην πίνεις νερό απού τσ’ αρολίθους, γιατί μπορεί να σε πονέσει γή ο λαιμός σου, γή η κοιλιά σου»). Κατά τον Πιτυκάκη, η συγκεκριμένη λέξη προέρχεται από τα: αραιός (με την έννοια του άδειου, του πορώδους) + λίθος. Κατά τον Κασσωτάκη πιθανότερη είναι η άποψη ότι πρώτο συνθετικό είναι η αρχαιοελληνική λέξη άρος που σημαίνει «κοιλάς… εν αις ύδωρ αθροίζεται» (Χαραλαμπάκης).
ΥΓ: Δίπλα στον Αϊ -Γιώργη το Τραγοπιάστη, βρίσκεται μεταξύ Αλμυρού και ΒΟΑΚ μια τεράστια πέτρα, η οποία έχει λαξευτεί επί τόπου και έχει γίνει γούρνα (αρόλιθος). Γίνεται αναφορά για παλαιοχριστιανικό ελαιοτριβείο.
ΛΕΩΝ.Κ.