Προσκλητήριες επιστολές με τις οποίες καλεί όλους τους εμπλεκόμενους φορείς να υποδείξουν τα μέλη, τα οποία θα συγκροτήσουν τις δύο Επιτροπές, που θα συμμετάσχουν στη διαβούλευση για τον καθορισμό του ύψους του κατώτατου μισθού για το 2025, απέστειλε η Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Νίκη Κεραμέως. Όπως επισημαίνει η πολιτική ηγεσία του υπουργείου, «τίθεται έτσι σε άμεση εφαρμογή και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα η διαδικασία του νόμου 5163/2024 για επαρκείς κατώτατους μισθούς, που ψηφίστηκε στις 5 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους».
Συγκεκριμένα, πρόκειται να συγκροτηθεί Επιτροπή Διαβούλευσης την οποία θα απαρτίζουν πέντε εκπρόσωποι οργανώσεων εργαζομένων, πέντε εκπρόσωποι εργοδοτικών οργανώσεων και ο Πρόεδρος του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (Ο.ΜΕ.Δ.).
«Δυστυχώς είναι ήδη αποφασισμένο ότι το ύψος του κατώτατου μισθού το 2027 δηλαδή σε 3 χρόνια από σήμερα θα φτάσει στα 950 €, μικτά. Ενώ 950 € τουλάχιστον καθαρά θα έπρεπε να είναι σήμερα και όχι να πάει τότε στα 950 € μικτά, δηλαδή μετά από 3 χρόνια», σημειώνει ο Πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Λασιθίου Μανόλης Πεπόνης, κληθείς να σχολιάσει την εξέλιξη.
Ο ίδιος επισημαίνει το ουσιαστικό μέρος που αφορά τους εργαζόμενους, διότι το Υπουργείο Εργασίας αναφέρεται πρωτίστως στο διαδικαστικό και τεχνικό μέρος για την διαμόρφωση του κατώτατου μισθού, σημειώνοντας την διαφοροποίηση σε σχέση με το παρελθόν.
«Αξίζει να σημειωθεί ότι, μέχρι πρότινος, κάθε κοινωνικός εταίρος κατέθετε ξεχωριστή εισήγηση για τον καθορισμό του ύψους του κατώτατου μισθού, ωστόσο, για πρώτη φορά, όλοι οι κοινωνικοί εταίροι συγκροτούνται σε ένα ενιαίο σώμα, την Επιτροπή Διαβούλευσης, προκειμένου να καταλήξουν σε ένα κοινό πόρισμα», αναφέρει στη σχετική ανακοίνωση.
Στο πλαίσιο αυτό αναφέρει ακόμα πως συγκροτείται πενταμελής Επιστημονική Επιτροπή με τη συμμετοχή ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων σε θέματα οικονομίας, συμπεριλαμβανομένων θεμάτων οικονομίας της εργασίας, υποδεικνυόμενων από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛ.ΣΤΑΤ.), καθώς και τον Πρόεδρο του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων (Σ.Ο.Ε.). Οι δύο Επιτροπές θα υποβάλουν τα υπομνήματά τους προκειμένου αυτά να ληφθούν υπ’ όψιν για το ύψος της αύξησης του κατώτατου μισθού για το έτος 2025.
Από την πλευρά του ο Πρόεδρος του Εργατικού κέντρου Λασιθίου υπογραμμίζει πως «δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης από το 2028 και μετά το ύψος της αύξησης του κατώτατου μισθού θα αποφασίζεται από αλγόριθμους και μαθηματικούς τύπους χωρίς ο ανθρώπινος παράγοντας να παίζει κανένα ρόλο πουθενά. Ενώ πάγια θέση των συνδικάτων είναι να επιστρέψει το καθεστώς που ίσχυε έως το 2012, δηλαδή επειδή πρόκειται για τον ιδιωτικό τομέα, οι αυξήσεις να συμφωνούνται μετά από διαπραγματεύσεις μεταξύ των εργαζομένων και εργοδοτών».
Να σημειωθεί πως οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας διακρίνονται σε Εθνικές Γενικές, που αφορούν τους εργαζόμενους όλης της χώρας. Κλαδικές, που αφορούν τους εργαζόμενους περισσότερων ομοειδών ή συναφών εκμεταλλεύσεων ή επιχειρήσεων ορισμένης πόλης ή περιφέρειας ή και όλης της χώρας. Επιχειρησιακές, που αφορούν τους εργαζόμενους μιας εκμετάλλευσης ή επιχείρησης. Καθώς και Εθνικές Ομοιοεπαγγελματικές, που αφορούν τους εργαζόμενους ορισμένου επαγγέλματος και των συναφών προς το επάγγελμα αυτό ειδικοτήτων όλης της χώρας και Τοπικές Ομοιοεπαγγελματικές, που αφορούν τους εργαζόμενους ορισμένου επαγγέλματος ή και των συναφών ειδικοτήτων συγκεκριμένης πόλης ή περιφέρειας.
Το κακό στην προκειμένη περίπτωση της ρύθμισης, όπως επισημαίνει ο Μανόλης Πεπόνης, είναι πως θα αφήσει εκτός τους μισθούς 2 εκατ. εργαζομένων. «Πρέπει να επισημάνουμε και είναι σημαντικό επίσης, το δεδομένο που δεν πρέπει να μας διαφεύγει. Ότι οποιαδήποτε αύξηση του κατώτατου μισθού δεν περιλαμβάνει το σύνολο των εργαζομένων παρά μόνο 550.000 περίπου σε σύνολο 2.500.0000 εργαζομένων. Με αποτέλεσμα οι μισθοί 2.000.000 εργαζόμενων που καλύπτονται από τις κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις να μένουν καθηλωμένοι για πάνω από 12 χρόνια, αφού τα εμπόδια για την υπογραφή νέων είναι ανυπέρβλητα λόγω των νομοθετικών ρυθμίσεων από το 2012 και μετά».
ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΤΣΑΛΑΚΗΣ