Η πανδημία και το ebanking ενίσχυσαν τη χρήση ηλεκτρονικών συναλλαγών, οδηγώντας σε σημαντική μείωση του κενού στην πραγματική είσπραξη του ΦΠΑ στην Ελλάδα, από 6 δισεκατομμύρια το 2017 σε 3,2 δισεκατομμύρια το 2022.
Την παραπάνω θετική εξέλιξη αποτυπώνει ο πρώην Πρόεδρος του Τμήματος Ανατολικής Κρήτης του Οικονομικού Επιμελητηρίου Σταύρος Καρτέρης, αποτιμώντας το όφελος που έχει καταγραφεί για τα φορολογικά έσοδα με την ψηφιοποίηση των διαδικασιών, αφού οι υπεύθυνοι φορείς είναι σε θέση να παρακολουθούν πιο αποτελεσματικά τις οικονομικές συναλλαγές και στο πλαίσιο αυτό οι αλλαγές που αναμένονται να γίνουν στις αποδείξεις λιανικής θα επηρεάσουν τα φορολογικά έσοδα, αλλάζοντας και τη λειτουργία της οικονομίας.
Η συγκεκριμένη συζήτηση αναμένεται να κλιμακωθεί το επόμενο διάστημα, μετά και τις πληροφορίες και τα δημοσιεύματα που αναφέρουν πως το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και η ΑΑΔΕ θ’ αλλάξουν τον τρόπο έκδοσης των απλών αποδείξεων που λαμβάνουν επιχειρήσεις και επαγγελματίες. Σύμφωνα με πληροφορίες, κάθε απόδειξη θα φέρει και τον αριθμό φορολογικού μητρώου του υπόχρεου, ενώ προβλέπονται και μια σειρά αλλαγών με βάση το σύστημα myDATA, που θα αλλάξουν τελείως τη σημερινή πραγματικότητα σε επίπεδο φορολογικής λειτουργίας και ελέγχου των επιχειρήσεων, ειδικά με επίκεντρο την απόδοση ΦΠΑ.
«Οι αλλαγές στο φορολογικό σύστημα, όπως η ηλεκτρονική τιμολόγηση και οι δηλώσεις ΦΠΑ, στοχεύουν στη μείωση της φοροδιαφυγής και στην αύξηση των εσόδων του κράτους, τα οποία όμως είναι ζητούμενο για την κοινωνία και πώς θα διατεθούν. Αν δηλαδή έχουμε αναβάθμιση σε τομείς, όπως η υγεία και η παιδεία», σημειώνει ο πρώην πρόεδρος του ΟΕΕ/ΤΑΚ.
Συνολικά, ο κ. Καρτέρης επισημαίνει πως η ηλεκτρονική τιμολόγηση φαίνεται να είναι ένα αποτελεσματικό εργαλείο για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, ενισχύοντας τη διαφάνεια και τη συμμόρφωση στο φορολογικό σύστημα. «Η σύγχρονη οικονομία απαιτεί διαρκή προσαρμογή στις μικρές και μεγάλες προκλήσεις που προκύπτουν συνεχώς, και είναι φανερό ότι οι νέες τεχνολογίες θα πρέπει να αξιοποιηθούν στο έπακρο», τονίζει.
Δεν μπορεί η οικονομία μας
να στηρίζεται σε τουρισμό και κατανάλωση
Η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να στηρίζεται μόνο στον τουρισμό και την κατανάλωση. Υπάρχει ανάγκη για ανάπτυξη σε διαφορετικούς τομείς της οικονομίας, προκειμένου να επιτευχθεί μια ισορροπημένη κατανομή των εισοδημάτων. Αυτό απαιτεί στρατηγικές που θα ενισχύσουν την υποστήριξη και την καινοτομία, προκειμένου να προσελκύσουν επενδύσεις σε τομείς, όπως η τεχνολογία, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η βιομηχανία παραγωγής.
Ο Σταύρος Καρτέρης πιστεύει πως «η ελληνική οικονομία πρέπει να επενδύσει και σε διαφορετικούς τομείς πέρα από τον τουρισμό και την κατανάλωση για να επιτύχει βιώσιμη ανάπτυξη. Η προσέγγιση μιας πιο διαφοροποιημένης οικονομίας θα μπορούσε να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας, ενισχύοντας παράλληλα την εγχώρια παραγωγή και την καινοτομία», αναφέρει.
Η αύξηση των τιμών
Η Ελλάδα είναι μια χώρα όπου οι τιμές βασικών ειδών είναι πολύ υψηλές σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό οφείλεται σε ισχυρά μονοπώλια και λιγοστά ανταγωνιστικά στοιχεία στην αγορά, που καθιστούν την καθημερινότητα δύσκολη για τους πολίτες. Ενδελεχείς ρυθμιστικοί μηχανισμοί και στρατηγικές ανταγωνισμού πρέπει να αναπτυχθούν για να περιορίσουν αυτές τις αρνητικές επιπτώσεις. Είναι όμως εφικτό σε μια μικρή χώρα;
Σίγουρα δεν είναι εύκολο. Κι αυτό θα σημάνει πως οι έλεγχοι και οι τιμές των μεμονωμένων επαγγελματιών που μέχρι σήμερα λειτουργούσαν στην παραοικονομία, θα οδηγήσει σε αδυναμία ν’ ανταπεξέλθουν στα νέα δεδομένα. Σε αυτή την περίπτωση βρισκόμαστε στην ώρα που θα ξεκινήσει ν’ αυξάνεται η παρουσία μεγαλύτερων επιχειρηματικών σχημάτων. Η προώθηση συνεργασιών και κοινοπραξιών μπορεί να οδηγήσει σε κλιμάκωση δυνάμεων και πόρων για την παραγωγή πιο ολοκληρωμένων προϊόντων και υπηρεσιών σε υπηρεσίες όπως υδραυλικοί ή ηλεκτρολόγοι, σε σχέση με την σημερινή λειτουργία.
Όπως επισημαίνει ο Σταύρος Καρτέρης, αυτές οι προκλήσεις συνθέτουν ένα περίπλοκο τοπίο για την ελληνική οικονομία, απαιτώντας στρατηγικές και πολιτικές που θα προάγουν την ανάπτυξη και την κοινωνική δικαιοσύνη. Η προσαρμογή στις αναδυόμενες ανάγκες και προκλήσεις της διεθνούς αγοράς καθώς και η επένδυση στον ανθρώπινο παράγοντα θα διαμορφώσουν το μέλλον της ελληνικής οικονομίας, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι θα μπορέσει να εξελιχθεί και να αναπτυχθεί για τις επόμενες γενιές.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΤΣΑΛΑΚΗΣ