Αναγκαία είναι η κρατική χρηματοδότηση για συστηματική και ολοκληρωμένη έρευνα, ώστε να εξαχθούν ασφαλή και συστηματικά συμπεράσματα για το σοβαρό πρόβλημα των πολλών νεκρών μεγάλων ψαριών. Αλλά και σε μικρότερα είδη, σχεδόν στη μισή θαλάσσια ελληνική επικράτεια, με κίνδυνο εξάπλωσης του ιού ακόμη και σε είδη που εκτρέφονται σε υδατοκαλλιέργειες. Η συμπτωματολογία και τα εργαστηριακά ευρήματα δείχνουν ιογενή εγκεφαλοπάθεια, που εκδηλώνεται με μεγάλη έξαρση φέτος, έχοντας ήδη προκαλέσει σοβαρή ζημιά στο ιχθυοκεφάλαιο της Κρήτης, που ήδη έχει πληγεί πολύ σοβαρά από τα εισβολικά, ανταγωνιστικά με τα ενδημικά είδη των θαλασσών μας.
«Κάθε χρόνο έχομε πρόβλημα, αλλά φέτος είναι πάρα πολύ έντονο και αυτό δεν γνωρίζουμε προς το παρόν πού οφείλεται. Χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση. Οι εξετάσεις που κάνομε σε δείγματα τα οποία παραλαμβάνομε είναι πολλές και διαφορετικές και όχι μία ή δύο. Κάνομε μικροβιολογικές, ιστολογικές, μοριακές αναλύσεις. Είναι ένα σετ από αναλύσεις. Θα χρειαστεί καιρός. Αλλά εργαστηριακή επιβεβαίωση, ναι έχομε και είναι σίγουρα ιός. Αυτό που ψάχνουμε είναι αν έχει μεταλλαχθεί κάτι στον ιό που τον κάνει πιο λοιμογόνο απ’ ό,τι ήταν στο παρελθόν». Αυτό δήλωσε στην ΑΝΑΤΟΛΗ ο Ερευνητής του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ) Παντελής Καθάριος, ο οποίος ειδικεύεται στην παθολογία των ψαριών.
Σε ποιες περιοχές
Ρωτήσαμε τον κ. Καθάριο, σε ποιες περιοχές εντοπίζεται πιο έντονα το πρόβλημα με τα πολλά νεκρά ψάρια, το οποίο ξεκίνησε από το Ν. Λασιθίου. Απάντησε: «Το πρόβλημα είναι σε όλη τη Νότιο Ελλάδα, από την Εύβοια και κάτω… Έχομε π.χ. πάρα πολλά κρούσματα στον Κορινθιακό Κόλπο, πάρα πολλά επίσης στη Νότιο Πελοπόννησο, πολλές αναφορές στις Κυκλάδες και προφανώς και στην Κρήτη.
Στην Κρήτη ξεκίνησε από το Λασίθι, όπου ήταν τα περισσότερα, αλλά πλέον έχουμε πολλές καταγραφές από Γαύδο και ΝΔ του Ν. Χανίων απ’ όπου έχουμε πολλές αναφορές επίσης. Αλλά και στη Βόρεια Κρήτη, όπως π.χ. στο Μόχλος…».
Εκδηλώνεται ραγδαία εξάπλωση του προβλήματος; Ρωτήσαμε και απάντησε: «Ναι, φαντάζομαι ήταν εξ αρχής μεγάλο το πρόβλημα, αλλά μόλις βγάλαμε την ανακοίνωση από το ΕΛΚΕΘΕ, αρχίσαμε να λαμβάνομε αναφορές. Δεν μπορούμε να είμαστε παντού και να παρακολουθούμε, ούτε έχουμε ανθρώπους παντού. Από την ανακοίνωση και μετά λαμβάνομε καθημερινά αναφορές από πολίτες και ψαράδες, ακόμη και χθες.»
Η θερμοκρασία
Στην ερώτηση αν η κλιματική αλλαγή, με την άνοδο της θερμοκρασίας, έχει επιδράσει στην εκδήλωση του προβλήματος, ο κ. Καθάριος είπε: «Δεν είναι εύκολο να το υποστηρίξει κανείς αυτό. Σίγουρα η θερμοκρασία παίζει ρόλο, αλλά το αν η θερμοκρασία έχει αλλάξει κατά μισό βαθμό, που δεν ήταν πριν, δύσκολο μου φαίνεται να συνδέεται… Ίσως παρατεταμένες ζεστές περίοδοι επιτείνουν το πρόβλημα. Αυτό ναι, αλλά το να αυξήθηκε παραπάνω η θερμοκρασία του νερού συγκριτικά με προηγούμενα χρόνια και αυτό να επέδρασε στην έξαρση του ιού, μου φαίνεται λίγο δύσκολο».
Δύσκολο, γιατί δεν έχει ανέβει η σταθερή θερμοκρασία της θάλασσας ή για άλλο λόγο, ρωτήσαμε. Απάντησε: «Έχει ανέβει η θερμοκρασία… Αλλά το να κάνομε εικασίες, χωρίς να έχουμε συγκεκριμένες μετρήσεις, δεν είναι σωστό. Αυτό θα πρέπει να προέρχεται από μία συγκεκριμένη μεθοδολογία, που να έχει μετρήσει τη θερμοκρασία στα βάθη όπου ζουν τα συγκεκριμένα ψάρια και να διαπιστώσει ότι, είτε υπάρχει συγκεκριμένη άνοδος θερμοκρασίας, που είτε είναι πάνω από το ανεκτό επίπεδο των ψαριών- που δεν ισχύει γιατί τα συγκεκριμένα ψάρια, ροφοί κλπ. ζουν, γενικά, σε πιο ζεστά νερά από τα δικά μας. Είτε ότι η διαπιστωμένη άνοδος της θερμοκρασίας αυξάνει κατά πολύ τη λοιμογονικότητα του ιού. Αλλά δεν υπάρχει κάποια μέθοδος που να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα αυτό».
Υπήρχαν περιστατικά και παλιότερα
Για το αν είχε παρατηρηθεί λοιμογόνος δράση του ιού στο παρελθόν, ο κ. Καθάριος είπε ότι «ψάχνοντας τα αίτια του συγκεκριμένου προβλήματος, βρέθηκαν δημοσιεύματα Τύπου από το 1979, για περιστατικά στην περιοχή της Κισσάμου Χανίων. Τότε ο ιός αυτός δεν ήταν γνωστό ότι προκαλούσε αυτή την εγκεφαλοπάθεια. Θεωρούσαν ότι αιτία θανάτου των ψαριών ήταν τα βαρέα μέταλλα, ο χαλκός, αμμωνία κλπ. Δεν επιβεβαιώθηκε ο ιός, γιατί δείγματα ψαριών του 1979 δεν έχουν διατηρηθεί και δεν μπορούμε να το επιβεβαιώσουμε εργαστηριακά. Όμως τόσο τα συμπτώματα, το γεγονός ότι εκδηλώθηκαν ίδια εποχή δηλαδή Οκτώβριο- Νοέμβριο και αφορούσε πάλι ροφούς, στήρες, σφυρίδες, νομίζω ότι είναι ξεκάθαρο ότι πρόκειται για την ίδια συμπτωματολογία. Τότε είχαν βγάλει 5-6 τόνους τέτοιων μεγάλων ψαριών στην Κίσσαμο! Το πιο πιθανό είναι ότι η πολύ μεγαλύτερη ποσότητα που εκβράστηκε στην Κίσσαμο το 1979 οφείλεται στο ότι ακόμη υπήρχαν μεγαλύτερες ποσότητες αλιευμάτων στις θάλασσές μας.
Επίσης η πολύ έντονη θνησιμότητα ψαριών είχε προβληματίσει τον κόσμο και είχαν απαγορεύσει την αλιεία γιατί δεν γνώριζαν ακριβώς πού οφειλόταν το φαινόμενο. Το περιστατικό εκείνο συνδεόμενο με αυτό που εξελίσσεται τώρα θεωρώ ότι έχει μια περιοδικότητα που υπερβαίνει τα 15-20 χρόνια στον έντονο βαθμό εκδήλωσής του από περίοδο σε περίοδο. Ο ιός υπήρχε, αλλά ανακαλύφθηκε και ταυτοποιήθηκε το 1987 με επίσημη αναφορά και απομονώθηκε εργαστηριακά το 1991. Άρα, επιστημονικά, πριν το 1987 η επιστημονική κοινότητα δεν γνώριζε τον ιό…».
Μεταδίδεται σε άλλα είδη
Ο κ. Καθάριος εξήγησε ότι ο ιός μεταδίδεται και σε άλλα είδη ψαριών! «Ήδη, μάλιστα, μπορεί να υπάρχουν και άλλα είδη που έχει προσβάλει ο ιός. Απλά ο ροφός και η σφυρίδα είναι ψάρια μεγάλα και φαίνονται φτάνοντας στην επιφάνεια χωρίς να φαγωθούν από άλλα… Το μπαρμπούνι έχει βρεθεί θετικό στον συγκεκριμένο ιό και γνωρίζουμε ότι μπορούν να είναι φορείς του ιού αυτού. Αλλά αν αρρωστήσουν και νεκρά όντας θα φαγωθούν από μεγαλύτερα ψάρια. Οπότε δύσκολα θα εντοπιστεί θνησιμότητα μεγάλου μεγέθους στη φύση, εξαρτάται και από άλλους παράγοντες. Τα μεγάλα ψάρια τα βλέπουμε πιο εύκολα», είπε.
Ο κίνδυνος για τον καταναλωτή
Ρωτήσαμε αν τρώγονται τα μεγάλα αυτά μολυσμένα ψάρια, που συλλαμβάνονται από ψαράδες στην επιφάνεια της θάλασσας. Γιατί πρόκειται για ακριβά ψάρια και ο «πειρασμός» είναι μεγαλύτερος… Ο ερευνητής του ΙΘΑΒΙΚ είπε: «Τα μολυσμένα από τον ιό μεγάλα ψάρια συνήθως εντοπίζονται ζωντανά, ημιθανή, κοντά στην επιφάνεια του νερού, αναποδογυρισμένα με φουσκωμένη κοιλιά να προσπαθούν να κολυμπήσουν με δυσκολία. Η σύσταση γενικά είναι ότι, άρρωστα ψάρια και ζώα γενικότερα, δεν πρέπει να καταναλώνονται. Για να μην τρομάζει, όμως, ο κόσμος πρέπει να γνωρίζει ότι ακόμη και να τα φάει τα ψάρια αυτά, δεν θα προσβληθεί από τον ιό. Τώρα, αν θα φάει ένα νεκρό ψάρι, μπορεί να έχει υποστεί αλλοιώσεις και δε συνιστάται η κατανάλωσή του».
Από ‘δω και πέρα
Συμπερασματικά, ερωτηθείς για τα επόμενα βήματα στη διαχείριση του προβλήματος των νεκρών ψαριών, ο κ. Καθάριος είπε: «Προβλέπω ότι όταν θα πέσουν οι θερμοκρασίες κάτω από 20 βαθμούς, δεν θα έχουμε πρόβλημα. Αλλά ήδη έχει γίνει πολύ μεγάλη ζημιά. Έχουν χαθεί ήδη πολλά μεγάλα, μεγάλης ηλικίας ψάρια που είναι δυσαναπλήρωτα ως κεφάλαιο. Ένας ροφός 10-15 κιλά μπορεί να είναι 20 ή 30 ετών! Δεν είναι κάτι απλό, δε θα αναπληρωθούν εύκολα… Η ωριμότητα και πόσο γόνιμο για πολλαπλασιασμό είναι ένα ψάρι συνδέεται με την ηλικία. Μπορεί να πολλαπλασιάζεται από τα 5 ή 7 έτη ανάλογα το είδος, αλλά θα γεννά πολύ λιγότερα αυγά απ’ ό,τι γεννά σε μεγαλύτερο μέγεθος. Παίζει πολύ μεγάλο ρόλο και είναι ένα σοβαρό πρόβλημα…
Από ‘κεί και πέρα, αυτό που κάνομε εμείς είναι να κάνομε τις αναλύσεις, συνεργασίες με ξένους συναδέλφους ερευνητές που ασχολούνται επίσης με το συγκεκριμένο ζήτημα. Και να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας είτε με τη μορφή επιστημονικής δημοσίευσης, ανακοίνωσης. Επειδή υπάρχει ενδιαφέρον του κόσμου, έχουμε ενημερώσει το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και όλους τους φορείς. Προφανώς χρειάζεται και χρηματοδότηση για την έρευνα αυτή. Για σταλούν βιολογικά δείγματα στην Ιταλία σε ξηρό πάγο η αποστολή κοστίζει 600 ευρώ! Οι δε μοριακές αναλύσεις κάθε δείγματος στο εργαστήριο μπορεί να κοστίσει από – 100 ευρώ»!
Αν και από το υπουργείο έχει δηλωθεί ενδιαφέρον, όπως έχουν πει, μέχρι στιγμής δεν έχει χορηγηθεί συγκεκριμένη χρηματοδότηση της έρευνας αυτής. Η έρευνα πραγματοποιείται από επιστήμονες ερευνητές του Εργαστηρίου Μικροβιολογίας Υδατοκαλλιεργειών του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Βιολογίας, Βιοτεχνολογίας και Υδατοκαλλιεργειών (ΙΘΑΒΒΥΚ), σε συνεργασία με το Εργαστήριο Γενετικής και το Ινστιτούτο Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων και Εσωτερικών Υδάτων του Ελληνικού Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών. Όπως εξήγησε ο κ. Καθάριος, μέχρι στιγμής η έρευνα αυτή στηρίζεται από ίδιους πόρους που διαθέτει το Ινστιτούτο από άλλα προγράμματα. «Όμως μια έρευνα, όπως αυτή, όταν γίνεται αποσπασματικά, τότε αποσπασματικά θα είναι και τα αποτελέσματά της», κατέληξε.
ΝΙΚΟΣ ΤΡΑΝΤΑΣ