Οι μαθητές του 2ου Γυμνασίου Αγίου Νικολάου, στα πλαίσια του μαθήματος της Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής που διδάσκει η κ. Έλλη Διαμαντάκη μίλησαν για τους φορείς κοινωνικοποίησης, μεταξύ των οποίων και το σχολείο. Η κ. Διαμαντάκη ζήτησε από τους μαθητές της μια εργασία που αφορούσε την αποτύπωση των σχολικών χρόνων των παππούδων και των γιαγιάδων τους. Οι στόχοι της εργασίας ήταν: Πρώτον να μπορέσουν τα παιδιά να περάσουν ουσιαστικό χρόνο με τον παππού και την γιαγιά, κάτι που τώρα πλέον δυστυχώς δε συμβαίνει. Δεύτερον να συλλέξουν αυτές τις πληροφορίες και στη συνέχεια να σχολιάσουν κοινωνικά, εκπαιδευτικά, πολιτικά ζητήματα. Τρίτον να καταλάβουν οι ηλικιωμένοι την αξία των συμβουλών τους και πόσο σημαντικός κρίκος είναι για την εξέλιξη των παιδιών.
Η ανταπόκρισή τους ήταν μεγάλη, τα παιδιά μετέφεραν στην καθηγήτριά τους αρκετό υλικό και εκείνη πήρε την απόφαση, σε συνεργασία με την Διευθύντρια του σχολείου κ. Μαρίνα Τουτουδάκη, να πραγματοποιήσουν μια δια ζώσης συνάντηση μαζί τους για να έχουν την ευκαιρία όλα τα παιδιά να ακούσουν αφηγήσεις και βιώματα και να κάνουν ό,τι ερωτήσεις επιθυμούν.
Μοιράστηκαν τα βιώματά τους
Έτσι πραγματοποιήθηκε η συγκεκριμένη συνάντηση με τη συμμετοχή πολλών παππούδων και γιαγιάδων.
Μοιράστηκαν με τους μαθητές τα βιώματα και τις εμπειρίες τους από τα μαθητικά τους χρόνια. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον ήταν το ότι υπήρχε μεγάλη ηλικιακή ποικιλία καθώς επίσης υπήρχαν παππούδες και γιαγιάδες από διάφορες περιοχές όχι μόνο της Κρήτης, αλλά και από το εξωτερικό.
Οι περισσότεροι ανέφεραν ότι στα μαθητικά τους χρόνια πήγαιναν σχολείο κάθε μέρα εκτός Κυριακής, οπότε πήγαιναν στην εκκλησία, αλλά και την Τετάρτη και το Σάββατο που δεν πήγαιναν απόγευμα. Τα αγόρια τις Τετάρτες και τα Σάββατα βοηθούσαν τις οικογένειές τους στις αγροτικές εργασίες και κουβαλούσαν ξύλα για να μαγειρεύουν οι μητέρες τους.
Ο ρόλος του δασκάλου
Μίλησαν για το ρόλο του δασκάλου στα παλαιά χρόνια που ήταν τελείως διαφορετικός. Οι δάσκαλοι τότε έβαζαν τιμωρίες στους μαθητές και ασκούσαν βία, ακόμα και στην περίπτωση που τους έβλεπαν εκτός σχολείου να τριγυρνούν.
Μια γιαγιά μοιράστηκε την ιστορία της λέγοντας ότι ο ίδιος της ο πατέρας έγραφε σημείωμα στον δάσκαλο για να τη δείρει, επειδή τόλμησε να βγει έξω από το σπίτι, ενώ ένας άλλος παππούς πρόσθεσε ότι τότε δεν υπήρχαν εισαγγελείς και δικηγόροι, οπότε σε περίπτωση που κάποιο παιδί έκανε μια ατασθαλία, του έλεγαν «εγώ θα βρω τον δάσκαλο σου!».
Εκείνα τα χρόνια ο δάσκαλος ήταν αυστηρός, απόλυτος και έφτανε στα όρια του αυταρχισμού. Μια διαφορά που επεσήμαναν είναι ότι τότε τα παιδιά φοβόντουσαν περισσότερο τον δάσκαλο παρά τον σεβόντουσαν, ενώ τώρα οι μαθητές δεν φοβούνται, μόνο σέβονται.
Μια γιαγιά που μεγάλωσε σε ένα ορεινό χωριό του Πηλίου μίλησε με νοσταλγία για τα παιδικά της χρόνια, που τα χαρακτήρισε πολύ όμορφα, υπήρχε απεριόριστος σεβασμός στον ιερέα, στον δάσκαλο και στον γονέα.
Συνεχίζοντας τις αφηγήσεις, μια γιαγιά συμπλήρωσε ότι τα Σάββατα τους έλεγε ο δάσκαλος ποιο παιδί θα πει το Πάτερ Ημών στην εκκλησία, αλλά και ότι έλεγχε τα νύχια τους εάν είναι καθαρά.
Στη δεκαετία του ’70, τα αγόρια με μακριά μαλλιά και καμπάνα παντελόνια συχνά χαρακτηρίζονταν «αλήτες».
Αφηγήθηκαν ότι όταν ο δάσκαλος έμπαινε στην σχολική αίθουσα όφειλαν οι μαθητές να είναι όρθιοι και καθόντουσαν μόνο όταν εκείνος το επέτρεπε.
Ένας παππούς, ο οποίος υπηρέτησε ως Γυμναστής σε σχολείο του Αγ. Νικολάου, μετέφερε ότι ένας Θεολόγος έπιανε τα παιδιά από τα μάγουλα όταν ο Γυμναστής ήταν παιδί. Μετά από χρόνια διαπίστωσε τα λάθη που είχε διαπράξει, τα μετάνιωσε και έκανε έμπρακτες πράξεις μετάνοιας.
Ένας παππούς της δεκαετίας του 50, που ήταν στα Χανιά, σα μαθητής θυμάται πολλά παιδιά να μην ολοκληρώνουν το Δημοτικό εξ αιτίας της βίας που ασκούσαν οι δάσκαλοι. Μίλησε για παιδιά με κομμένα αυτιά και βάναυσες καταστάσεις.
Οι τιμωρίες από τους καθηγητές ήταν να γράψουν 1.000 φορές «Μάθε να σέβεσαι, για να σε σέβονται».
Αναφορά έγινε και στον Παιδονόμο. Ο ρόλος του ήταν να επιβλέπει τα παιδιά ακόμη και εκτός σχολείου και σε περίπτωση που έβρισκε κάποιο παιδί να κυκλοφορεί εκτός σχολείου έδινε αναφορά στον Γυμνασιάρχη. Είχε το δικαίωμα να πάει και στα σπίτια των μαθητών για να ελέγξει εάν βρίσκονται εκεί.
Από την άλλη, πρόσθεσαν και ότι θυμούνται τον Γυμνασιάρχη να κάνει την «καλή χέρα» στα παιδιά δίνοντας συμβολικά ποσά.
Τα μαθήματα που διδασκόντουσαν οι πιο παλιοί ήταν Θρησκευτικά, Ιστορία, Αριθμητική, ενώ οι νεότεροι Ιστορία, Γεωμετρία, Καλλιγραφία, Λατινικά και Αριθμητική.
Μέσα από την συζήτηση οι γιαγιάδες εξέφρασαν την πεποίθηση ότι τα χρόνια τα δικά τους είχαν άλλης μορφής δυσκολίες παρατηρώντας όμως πως και τα εγγόνια τους σήμερα βιώνουν δυσκολίες. Οφείλουν να ξυπνάνε καθημερινά πρωινές ώρες, να πηγαίνουν στα φροντιστήρια χάνοντας όλο το μεσημέρι και το απόγευμα τους και γυρνώντας το βράδυ σπίτι πρέπει να διαβάσουν τόσο για το σχολείο, όσο και για το φροντιστήριο.
Πώς ήταν τα σχολεία
Μετά από αντίστοιχες ερωτήσεις των παιδιών οι παππούδες και οι γιαγιάδες απάντησαν ότι τα σχολεία τότε ήταν πετρόχτιστα, απλά, χωρίς νερό και θέρμανση. Τα θρανία ήταν ξύλινα, έβαζαν τα βιβλία από κάτω σε μια θήκη και τοποθετούσαν το μελανοδοχείο επάνω στο θρανίο. Οι νεότερες γενιές απάντησαν ότι στα δικά τους σχολικά χρόνια, υπήρχαν στους τοίχους οι ήρωες της επανάστασης, ενώ τα θρανία ήταν πάντα καθαρά και φρεσκοβαμμένα. Όλοι οι μαθητές όφειλαν να καθαρίζουν και να φροντίζουν οι ίδιοι το κτίριο και τις αίθουσες του σχολείου.
Ο παππούς ενός μαθητή, που ήταν Γυμναστής στο επάγγελμα, υπογράμμισε το πρόβλημα του περιορισμένου προαύλιου χώρου σε πολλά σχολεία του Αγ. Νικολάου, που συστεγάζονται και τα παιδιά δεν έχουν χώρο να αθληθούν και να παίξουν.Τα σχολεία στις μικρές πόλεις και επαρχίες ήταν μικτά, ενώ στις πόλεις ήταν χωρισμένα σε αρρένων και θηλέων με μεγάλο αριθμό παιδιών ανά τμήμα περίπου 30 με 40.
Ο παππούς, που στο επάγγελμα ήταν Γυμναστής, τόνισε ότι στο σχολείο όπου φοιτούσε είχαν διαχωρίσει τον προαύλιο χώρο. Η διαχωριστική γραμμή ήταν ο φιλές· από την μια πλευρά τα κορίτσια και από την άλλη τα αγόρια, ενώ όποιο αγόρι ή κορίτσι τολμούσε να πλησιάσει προς τον φιλέ πήγαινε στο γραφείο του Διευθυντή.
Βαθμοί και στερεότυπα
Οι μαθητές ήθελαν να μάθουν ποια ήταν τα πιο δύσκολα μαθήματα της παλιότερης γενιάς. Οι απαντήσεις ήταν πολλές και διαφορετικές. Άλλωστε αυτό είναι καθαρά υποκειμενικό, άλλοι η ιστορία, άλλοι απάντησαν τα μαθηματικά και άλλοι ότι ήταν όλα δύσκολα αν δε διάβαζες.
Αναφορικά με τους βαθμούς μια γιαγιά είπε ότι της έλεγε ο δάσκαλος της «το 10 είναι για τον Θεό, το 9 για τον δάσκαλο και το 8 για τον καλύτερο μαθητή». Στο Γυμνάσιο οι βαθμοί ήταν αυστηροί, αν έπαιρνες 13 μέσο όρο ήσουν στους καλούς μαθητές, ενώ το 19 ήταν μυθικός αριθμός. Η βαθμολογία πολλές φορές εξαρτιόταν από το επάγγελμα του γονέα. «Πες μου τίνος είσαι για να σου βάλω βαθμό».
Έθιξαν και το θέμα των στερεοτύπων. Η τέχνη του πατέρα ήταν ιερή και από το Δημοτικό τα παιδιά γαλουχούνταν με την νοοτροπία «Αν ο πατέρας σου είναι δάσκαλος, θα γίνεις δάσκαλος… αν είναι γεωργός θα γίνεις γεωργός».
Άλλα παιδιά από φτωχότερα κοινωνικά στρώματα, αναγκαζόντουσαν από πολύ μικρή ηλικία να δουλέψουν και να συνεισφέρουν οικονομικά στο νοικοκυριό.
Μίλησαν για τους προσωπικούς τους στόχους, που είτε πέτυχαν είτε δεν κατάφεραν να επιτύχουν. Οι γονείς τους ήθελαν τα παιδιά τους να γίνουν γιατροί και δικηγόροι, αλλά τα παιδιά πολλών οικογενειών που κατοικούσαν σε χωριά δεν είχαν την οικονομική υποστήριξη για να τα βοηθήσουν να παρακολουθήσουν κάποιο εξωσχολικό μάθημα, έτσι τα παιδιά άφηναν το σχολείο και αναζητούσαν εργασία.
Οι μαθητές ρώτησαν εάν είχαν εργασίες οι παππούδες και οι γιαγιάδες στο σπίτι. Οι ίδιοι απάντησαν ότι είχαν πάρα πολλές και η περισσότερη δουλειά γινόταν στο σπίτι. Οι καθηγητές παρέδιδαν μάθημα ακριβώς με όσα έγραφαν τα βιβλία και καθημερινά εξέταζαν τους μαθητές. Τα βιβλία οι περισσότεροι δεν τα αγόραζαν, ενώ έγραφαν με πένες και μελάνι. Στις διακοπές των Χριστουγέννων και του Πάσχα έβαζαν οι δάσκαλοι στους μαθητές να γράψουν 5 θέματα εκθέσεων ή 5 χαρτογραφίες.
Σύμφωνα με την μαρτυρία μιας γιαγιάς τα κορίτσια όφειλαν να φοράνε την ποδιά τους τόσο κατά την διάρκεια του σχολείου όσο και εκτός. Σε περίπτωση που η ποδιά ήταν λερωμένη, έπρεπε να φορούν την στολή της παρέλασης.
Κάποιες γιαγιάδες ήταν αναγκασμένες να μεγαλώνουν και να φροντίζουν σε καθημερινή βάση τα μικρότερα αδέρφια τους, χάνοντας την παιδικότητά τους και μπαίνοντας σε ρόλο ενηλίκου.
Ακόμη και οι γονείς τους να ήθελαν να είναι πιο ελαστικοί, τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας τους κατέκριναν, οπότε τα παιδιά μεγάλωναν σε αυστηρές καταστάσεις και κατευθυνόμενες από κανόνες και «πρέπει».
Δύσκολα τα πράγματα και στην Ουαλία
Μια γιαγιά με καταγωγή από την Ουαλία, από μια περιοχή σε έκταση όπως το χωριό του Κρούστα, περιέγραψε ότι από το ‘53 και μετά που πήγαινε Δημοτικό αναγκαζόταν καθημερινά να περπατάει πάνω από 1 ώρα ολομόναχη στα χιόνια για να πάει στο σχολείο. Στην Στ΄ τάξη του Δημοτικού έδινες γραπτές εξετάσεις· από εκεί κρινόταν το αν κάποιος θα περάσει στο Πανεπιστήμιο. Το σχολείο ήταν 9 με 4, με μία ώρα το μεσημέρι διάλειμμα.
Οι καθηγητές εκεί ήταν με τον χάρακα ή το ραβδί στο χέρι και σε περίπτωση που κάποιος μαθητής μιλούσε, πήγαινε στην γωνία, όρθιος με τα χέρια στο κεφάλι για όλο το μάθημα. Υπήρχε πολύ αυστηρότητα. Βαθμούς έπαιρναν κάθε 3 μήνες.
Αναγκαζόταν παράλληλα να δουλεύει και έδινε τα μισά της χρήματα στους γονείς της.
Η γιαγιά από την Ουαλία ρώτησε τους μαθητές τι έχουν καταλάβει για την παιδεία και τα σχολεία από τους συμμαθητές τους που κατάγονται από μια άλλη χώρα. Οι μαθητές απάντησαν ότι είναι αρκετά διαφορετικός ο τρόπος εκπαίδευσης και ότι στο εξωτερικό δεν υπάρχουν φροντιστήρια, ό,τι μαθαίνουν το μαθαίνουν στο σπίτι.
Γιατί σήμερα «παραχαϊδεύουν» τα παιδιά;
Οι μαθητές ρώτησαν τους παππούδες και τις γιαγιάδες αν θεωρούν ότι οι γονείς πλέον «παραχαϊδεύουν τα παιδιά» και απάντησαν ότι η κοινωνία και ο τρόπος της σύγχρονης ζωής τους αναγκάζει να το κάνουν. Επειδή οι παλαιότερες γενιές στερήθηκαν πράγματα, υπήρχε φτώχεια και δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, αργότερα τις επόμενες δεκαετίες που ήταν καλύτερα οικονομικά προσπαθούσαν να προσφέρουν το αδύνατο δυνατό στα παιδιά τους. Συμπερασματικά, διότι οι ίδιοι στερήθηκαν, δεν ήθελαν να βιώσουν τις ίδιες συνθήκες τα παιδιά τους και θεωρούν ότι αυτό δεν ήταν πάντοτε σωστό.
Οι παππούδες παρά τις δυσκολίες που είχαν βιώσει στα μαθητικά χρόνια, δεν αναζητούν τα μαθήματα, αλλά την νεανικότητα της τότε εποχής.
Η δράση ολοκληρώθηκε με τους μαθητές να μοιράζουν χριστουγεννιάτικα δώρα στα οικεία τους πρόσωπα σε ένα κλίμα χαράς, συγκίνησης και ευτυχίας.
ΣΟΦΙΑ ΣΦΑΚΙΑΝΑΚΗ