Λόγος ἐπικήδειος στόν μακαριστό Μητροπολίτη Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου Δαμασκηνό, ἐκφωνηθείς ὑπό τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ἱεραπύτνης καί Σητείας κ. Κυρίλλου
(Ἱ. Μ.Ναός Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου Χανίων, 12.4.2025).
Σεβ. Ἀρχιεπίσκοπε Κρήτης κ.κ. Εὐγένιε, Πρόεδρε τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης καί ἐκπρόσωπε τῆς Α.Θ.Π. τοῦ Οἰκουμενικοῦ ἡμῶν Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου,
Σεβ. Μητροπολίτα Γουινέας κ. Γέωργιε, ἐκπρόσωσε τῆς Α.Θ.Μ. τοῦ Πάπα καί Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας καί πάσης Ἀφρικῆς κ.κ. Θεοδώρου,
Πανοσιολ. Ἀρχιμ. κ. Τίτε, ἐκπρόσωπε τῆς Α.Μ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἱερωνύμου τοῦ Β´,
Ἐντιμότατε κ. Γεώργιε Καλαντζῆ, Γενικέ Γραμματέα Θρησκευμάτων, ἐκπρόσωπε τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως,
Σεβ. Μητροπολῖτα Κισάμου καί Σελίνου κ. Ἀμφιλόχιε, Τοποτηρητά τῆς ἀπορφανισθείσης Ἱερᾶς Μητροπόλεως ταύτης,
Σεπτή τῶν Ἁγιωτάτων Ἱεραρχῶν χορεία,
Τίμιο Πρεσβυτέριο τῆς Ἐκκλησίας,
Ἐντιμότατοι ἄρχοντες τῆς πόλεως ταύτης Πολιτικοί καί Στρατιωτικοί,
Εὐλαβές καί πενθηφόρο Χριστώνυμο Ἐκκλησίασμα τῶν Χανίων,
«Τῷ φοβουμένῳ τόν Κύριον εὖ ἔσται ἐπ᾽ ἐσχάτων καί ἐν ἡμέρᾳ τελευτῆς αὐτοῦ εὑρήσει χάριν» [ὅποιος ζεῖ μέ φόβο Θεοῦ, θά ἔχει καλά τέλη στή ζωή του καί τή μέρα τοῦ θανάτου του θά βρεῖ χάρη καί εὐλογία ἀπό τόν Θεό] (Σοφία Σειράχ α´ 13).
Οἱ παραπάνω ἐπιγραμματικοί καί θεόπνευστοι αὐτοί λόγοι, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν τό ἀπόσταγμα τῆς σοφίας τοῦ σοφοῦ Σειράχ, γραμμένοι γιά ἄνδρες πού δαπάνησαν τούς ἑαυτούς τους στήν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ καί τή διακονία τῶν ἀνθρώπων, θεωρῶ ὅτι ταιριάζουν ἀπόλυτα στήν ἔξοδο ἀπ᾽ αὐτή τή ζωή τοῦ Ποιμενάρχη τῆς ἱστορικῆς καί ἔνδοξης ἱερᾶς αὐτῆς Μητροπόλεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, Μητροπολίτου Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου κυροῦ Δαμασκηνοῦ. Καί πράγματι, ὁ κεκοιμημένος Ποιμενάρχης ἤδη περιβάλλεται ἀπό δόξα αἰώνια. Τό σῶμα του, πού τώρα βρίσκεται ἀνάμεσά μας, σέ λίγο θά ἀναπαυθεῖ «ἀπό τῶν κόπων αὐτοῦ» ἐν εἰρήνῃ, κάτω ἀπό τά χώματα τῆς ἐνδόξου αὐτῆς γῆς, πού διακρίθηκε διά μέσου τῶν αἰώνων γιά τή θεοσέβεια, τόν ἡρωισμό, τήν αὐτοθυσία, τόν πατριωτισμό καί γενικότερα γιά τόν πνευματικό της πολιτισμό, καί εἰδικότερα στά ἁγιασμένα καί ποτισμένα ἀπό ἀσκητικούς ἀγῶνες καί πνευματικά παλαίσματα χώματα τῆς ἀγαπημένης ἱστορικῆς μονῆς τῆς μετανοίας του Ἁγίας Τριάδος τῶν Τσαγκαρόλων. Καί τό μνημόσυνό του θά μένει αἰώνιο ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους καί τά ἔργα του θα ἐπαινοῦνται γιά πάντα.
Μετέστη πρός Κύριον ὁ προσφιλής σέ ὅλους μας γνήσιος Ἀδελφός καί πιστός φίλος Δαμασκηνός καί «προστίθεται ἤδη τοῖς οἰκείοις» τῆς πίστεως, γιά νά ἀναπαυθεῖ ἡ μακαρία ψυχή του μέ τούς μεγάλους Πατέρες τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας στόν χορό τῶν μακαρίων Ἱεραρχῶν ἐν Χώρᾳ Ζώντων καί ἐν σκηναῖς Δικαίων. Καί ἡ ὁσιακή κοίμησή του, ὅπως καί ἡ πολυκύμαντη ζωή του ἐντός τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, διδάσκει ὅλους μας μέ διάφορους τρόπους. Μᾶς διδάσκει καί μᾶς καλεῖ ὅμως νά τόν μιμηθοῦμε καί ἡ ποικίλη δράση καί προσφορά του στήν Ἐκκλησία. Ἀναμφίβολα, ἡ κοίμηση ἑνός Ἐπισκόπου εἶναι γεγονός παγκόσμιο καί καθολικό. Γιατί, ὅπως σημειώνεται στίς Ἀποστολικές Διαταγές: «πάντων ἀνώτερος ὁ ἀρχιερεύς ἐστιν, ὁ Ἐπίσκοπος. Οὗτος λόγου διάκονος, γνώσεως φύλαξ, μεσίτης Θεοῦ καί ὑμῶν ἐν ταῖς πρός αὐτόν λατρείαις· οὗτος διδάσκαλος εὐσεβείας, οὗτος μετά Θεόν πατήρ ὑμῶν… οὗτος ἄρχων καί ἡγούμενος ὑμῶν, οὗτος ὑμῶν βασιλεύς…» (Β´ 27, 4–5).
Ὅμως ἡ κοίμηση τοῦ προκειμένου ἀνδρός, τοῦ Μητροπολίτου Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου κυροῦ Δαμασκηνοῦ, εἶναι ἀκόμη περισσότερο βαρυσήμαντο γεγονός, γιατί ὁ ἀπελθών Ἱεράρχης εἶχε κατορθώσει νά χαραχθεῖ βαθειά στίς καρδιές πολλῶν ἀνθρώπων τό ὄνομά του, ἀφοῦ ἐνστάλαζε σέ ὅλους δροσιά γνήσιας καί ἄδολης ἀγάπης καί σπάνιας πατρικῆς στοργῆς. Καί αὐτό μαρτυρεῖται τούτη τήν ὥρα ἀπό τό πλῆθος τῶν μετεχόντων στήν ἐξόδιο Ἀκολουθία πνευματικῶν του παιδιῶν, ἀδελφῶν καί οἰκείων, ἀλλά καί ὅσων πέρασαν αὐτές τίς μέρες καί προσκύνησαν τό σεπτό σκήνωμά του. Ἡ ἡμέρα αὐτή κατά τήν ὁποία σαββατίζει τῇ σαρκί ὁ ἀπερχόμενος ἐκκλησιαστικός ταγός καί Ποιμενάρχης, εἶναι ὄντως μεγάλη. Πέρασαν ἤδη οἱ στιγμές τῆς πικρίας καί τοῦ πόνου ἀπό τόν θάνατό του, ἀκόμη καί στούς κατά σάρκα συγγενεῖς του. Τώρα, πού ἡ Ἐκκλησία συγκεντρώθηκε ὅλη μπροστά του, ἐμεῖς οἱ ἀγαπημένοι Ἀδελφοί του τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, οἱ ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, πού ἦρθαν ἀπό ἄλλα μέρη, ὁ ἱερός κλῆρος, οἱ μοναστικές ἀδελφότητες, οἱ ἄρχοντες καί λαός, καί ἀναπέμπομε ἱκεσίες πρός τόν ἐν Τριάδι ἀληθινό Θεό γιά τήν μακαρία ψυχή του, ἡ ἀνθρώπινη λύπη μεταποιεῖται σέ χαρά καί τόν καθένα μας αὐτήν τήν ἱερή καί μοναδική στιγμή διακατέχει ἀγαλλίαση. Καί ὅπως ἔζησε καί ἔδρασε ἐν ζωῇ ὁ ἐκλιπών Ἱεράρχης, ἔτσι ἔχουμε ἱερό χρέος νά τιμήσουμε τήν ἐκδημία καί τήν ἔξοδό του ἀπό αὐτήν. Καί πολύ περισσότερο τολμοῦμε νά ποῦμε χαιρόμαστε πνευματικά καί σκιρτοῦμε αὐτήν τήν ὥρα, γιατί στό πρόσωπο τοῦ ἀπερχομένου Ἀδελφοῦ καί πατρός μας, πατήθηκε ὁ θάνατος καί νικήθηκε ἡ Ἅδης. Καί τοῦτο γιατί ὅπως πράττει ὁ καθένας ἐνσυνείδητος Ἱερεύς καί Ἀρχιερεύς γιά τή φοβερή αὐτή ὥρα, τήν εὐλογημένη στιγμή τῆς κοιμήσεώς του, ἐργάσθηκε ἐπί μακρόν ὁ ἀπερχόμενος Ἐπίσκοπος, γενόμενος μιμητής τῶν Ἁγίων Πατέρων καί ἔχοντας πάντοτε μνήμη θανάτου.
Αὐτή τήν ἱερά μνήμη τοῦ θανάτου εἶχε πάντοτε ὁ ἐκλιπών ἀδελφός μας Μητροπολίτης Δαμασκηνός, ἰδιαίτερα ὡς Λειτουργός τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου. Καί λειτουργοῦσε ἀνελλιπῶς στό Θεῖο Θυσιαστήριο ἔχοντας ἐπίγνωση ὅτι ἡ λειτουργική ζωή εἶναι συγχρόνως κόπος καί ἀνάπαυση. Εἶναι θάνατος καί ζωή, ἀφοῦ κατά τόν μέγαν ἀπ. Παῦλον σέ κάθε θεία Λειτουργία «τόν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλομεν καί τήν ἀνάστασιν αὐτοῦ ὁμολογοῦμεν» (Α´ Κορ. 11,26).
Σιωπῶν ὁ Ἐπίσκοπος αὐτῆς τῆς εὐλογημένης Μητροπόλεως, λίγες μέρες πρίν νά ἑορτάσουμε τήν τοῦ Κυρίου Ἀνάσταση, καί ἔχοντας ὁσιακό καί μαρτυρικό τέλος στό κρεββάτι τῆς ἀσθένειας καί τοῦ πόνου, ὑπενθυμίζει σέ ὅλους ἐμᾶς, πού κατ᾽ ἄνθρωπο θλιβόμαστε καί πενθοῦμε, τό μυστήριο τοῦ ἱεροῦ Χρυστοστόμου «Μηδείς φοβείσθω θάνατον· ἠλευθέρωσεν γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος». Γιατί ὁ μακάριος Ἱεράρχης μετέστη «ἀπό τῶν λυπηροτέρων ἐπί τά χρηστότερα καί θυμηδέστερα», ὅπου «ἀνάπαυσις καί χαρά» (Γ´ εὐχή Γονυκλισίας Πεντηκοστῆς) καί ἀφήνει πρός τόν καθένα μας τή χαρά καί τήν καύχηση ὅτι, ὅπως ἅρμοζε σέ ἐκεῖνον, ἔτσι ἔζησε καί πέθανε. Ὅπως ἁρμόζει σέ ἕνα Ἐπίσκοπο τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ταιριάζει σέ ἕνα Ἐπίσκοπο τῆς ἱστορικῆς καί συντεταγμένης Ἐκκλησίας Κρήτης, ὅπως πρέπει σέ ἕνα Ἐπίσκοπο πού γεννήθηκε ἀπό τά σπλάγχα τοῦ ἡρωοτόκου καί ἁγιοτόκου τούτου ἱεροῦ τόπου τῶν Χανίων.
Καί αὐτή ἡ φοβερά γιά ὅλους μας ὥρα τοῦ ἀνθρώπινου ἀποχωρισμοῦ, τῆς θλίψεως, τοῦ πόνου, τῆς ἀπαισιοδοξίας καί τῆς φθορᾶς, μεταβάλλεται σέ ὥρα πασχάλια, ἀφοῦ ἡ «Ἐκκλησία μας εἶναι πεπληρωμένη τῆς Ἁγίας Τριάδος». Καί δέν εἶναι καθόλου τυχαῖο γεγονός, πού σήμερα τελεῖται ἡ ἐξόδιος Ἀκολουθία τοῦ μακαριστοῦ ἀδελφοῦ μας, κατά τήν ὁποία ὁ νικητής τῆς φθορᾶς καί τοῦ Θανάτου, «ἡ πάντων χαρά, Χριστός, ἡ ἀλήθεια, τό φῶς, ἡ ζωή, τοῦ κόσμου ἡ Ἀνάστασις» ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν τόν Λάζαρο.
Ὁ ἐκδημήσας Μητροπολίτης Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου Δαμασκηνός Παπαγιαννάκης γεννήθηκε στά Χανιά τό ἔτος 1958. Ἀπορφανισθείς ἀπό πατέρα, μεγάλωσε μέ τήν εὐλαβέστατη μητέρα του Ἀντωνία καί τά ἀδέλφιά του στήν φιλόξενη καί στοργική ἀγκαλιά τῶν Ἱδρυμάτων τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, κάτω ἀπό τήν διηνεκῆ προστασία καί σκέπη τοῦ Μεγάλου Ἁγίου τοῦ αἰώνα μας, τήν ἀνύστακτη φροντίδα τῆς κτητόρισσας Μαρίκας (μετέπειτα Μοναχῆς Ἀμφιλοχίας) Κουφάκη καί τήν πνευματική καθοδήγηση τοῦ εὐλαβοῦς Ἐφημερίου καί γνήσιου κρητικοῦ ἱερέα Παπα–Μάρκου Παπαδάκη. Μέσα στό πνευματικό αὐτό περιβάλλον τῆς συνεχοῦς πρόνοιας καί μέριμνας τοῦ Θεοῦ, τῶν πολλῶν θαυμασίων καί εὐεργεσιῶν του, τῶν καθημερινῶν θαυμάτων τοῦ προστάτου του Ἁγίου Νεκταρίου καί τῆς ἄδολης καί ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης καί προσφορᾶς πρός τόν συνάθρωπο, ἔλαβε ἀπό τόν Θεό τό χάραγμα τῆς πίστεως στήν ἄδολη καρδιά του ἀπό νηπιακή ἡλικία καί γαλουχήθηκε πνευματικά. Ἐδῶ γεννήθηκε καί ὁ πόθος τοῦ μοναχισμοῦ καί τῆς ἱερωσύνης στήν ἁγνή καί ἄκακη ψυχή του. Ἐδῶ ἔλαβε καί τήν ἐγκύκλιο μόρφωσή του, περιπατώντας τήν ὁδό τοῦ Κυρίου, ἀνατρεφόμενος σέ περιβάλλον χριστιανικό καί ἱεραποστολικό. Ἀπό βρέφος ἔμαθε τά ἱερά γράμματα καί ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων ἐξασκήθηκε στήν κρητική λαϊκή εὐσέβεια καί εὐλάβεια. Αὐτήν τήν ἁπλοϊκή καί ἀληθινή πίστη διατήρησε γιά πάντα μέσα του ὡς τήν πλέον ἱερά πατρική κληρονομιά.
Τό ἔτος 1976 ἐκάρη Μοναχός στήν ἱερά Μονή Ἁγίου Παντελεήμονος Καλύμνου, τό 1981 χειροτονήθηκε Διάκονος καί τό ἑπόμενο ἔτος Πρεσβύτερος ἀπό τόν τότε Μητροπολίτη Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου Εἰρηναῖο στήν ἱστορική Ἱερά Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Μονή Ἁγίας Τριάδος τῶν Τζαγκαρόλων, ἐκπληρώνοντας πόθο παιδικό καί ἱερό. Γρήγορα μαζί μέ τόν αὐτάδελφο καί συμμοναστή του π. Ἀμφιλόχιο μπολιάζεται στό γνήσιο, παραδοσιακό καί ἀνεπιτήδευτο πνεῦμα τῶν κρητικῶν μοναστηριῶν, κάτω ἀπό τίς πνευματικές ὁδηγίες καί πατρικές νουθεσίες τοῦ ἀνεπανάληπτου καί ἀφθιασίδωτου Ἡγουμένου Ἀθανασίου Ντουρουντάκη. Παράλληλα μέ τά μοναχικά ἀναλαμβάνει ἀγόγγυστα καί καθήκοντα ἐφημερίου σέ διάφορες ἐνορίες τῆς Μητροπόλεως, κυρίως στήν περιοχή τοῦ Ἀποκόρωνα, καί ὑπηρετεῖ μέ ὑποδειγματικό ζῆλο, αὐταπάρνηση, τελεία ὑπακοή, ἀγάπη καί φόβο Θεοῦ τούς ἀγαπημένους του ἐνορίτες. Πάντοτε παρών στίς ἀνάγκες τῆς κοινωνίας καί τῶν ἀνθρώπων, στίς χαρές καί τίς λύπες τους. Ἐπίσης, διδάσκει μέ ζῆλο καί ἀγάπη τό μάθημα τῆς λειτουργικῆς στούς Ἱεροσπουδαστές τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς στόν Ἅγιο Ματθαῖο, ἐνῶ μέ μεγάλη προθυμία ἐξυπηρετεῖ πολλές φορές τούς ἀδελφούς μας στήν ἀλλοδαπή, διακονώντας τίς λειτουργικές ἀνάγκες τους ἀκόμη καί στή μακρινή Σουηδία. Ἀσχολήθηκε μέ ζῆλο καί πάθος καί μέ τό ἐκκλησιαστικό ραδιόφωνο καί διορίστηκε πρῶτος Διευθυντής τοῦ Ρ/Σ τῆς Μητροπόλεως «Μαρτυρία».
Μετά τίς ἐγκύκλιες σπουδές του φοίτησε στήν Ἐκκλησιαστική Σχολή Κρήτης καί ἀργότερα στή Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ὅπου σπούδασε τήν ἱερά ἐπιστήμη τῆς θεολογίας, μέσα στό πατερικό καί ἀληθινό πνεῦμα τῆς τροφοῦ Σχολῆς. Παρακολούθησε καί πρόγραμμα μεταπτυχιακῶν σπουδῶν στόν Τομέα τῆς Λατρείας καί Τέχνης καί ἔλαβε Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Εἰδικεύσεως. Ἐκπόνησε καί Διδακτορική Διατριβή μέ θέμα τά ἱερά ἀντιμήνσια. Τό ἔτος 2001 διωρίσθηκε Πρωτοσύγκελλος τῆς ἱερᾶς αὐτῆς Μητροπόλεως καί στίς 7 Νοεμβρίου τοῦ 2006 ὁ λύχνος ἐτέθη ἐπί τήν λυχνίαν. Ἐκλέγεται παμψηφεί ἀπό τήν Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης Μητροπολίτης Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου σέ διαδοχή τοῦ ἐκλεγέντος Ἀρχιπισκόπου Κρήτης ἀπό Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου Μητροπολίτου Εἰρηναίου.
Καί ὁ Μητροπολίτης Δαμασκηνός «κατέλαβε τόν θρόνο, ὄχι ὡς ἐξουσία ἤ κληρονομιά», ἀλλά ὡς διακονία τοῦ Χριστοῦ, φροντίζοντας ὡς πραγματικός καί γνήσιος Πατέρας καί Ποιμένας γιά τή σωτηρία τοῦ ποιμνίου του καί πράττοντας καί ὑπομένοντας τά πάντα γιά τήν οἰκοδομή τῶν πιστῶν καί τόν καταρτισμό τῶν Μελῶν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἀναλαμβάνοντας τήν διαποίμανση τῆς ἱερᾶς αὐτῆς Μητροπόλεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης «προσεῖχεν ἑαυτῷ καί παντί τῷ ποιμνίῳ, ἐν ᾧ τό πνεῦμα τό ἅγιον ἔθετο αὐτόν Ἐπίσκοπον, ποιμαίνειν τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ», γενόμενος κατά τόν ἀποστολικό λόγο τύπος στό ποίμνιο. Ἀπό τό ἔτος 2006 καί μέχρι τήν περασμένη Τρίτη πού ἐξεδήμησε πρός Κύριον, καταδαπάνησε τόν χρόνο τῆς ζωῆς του σέ πλησμονή ἔργων ἀγαθῶν στή Διακονία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, πού ὁ Ἀρχιποίμην Κύριος τόν κάλεσε νά διαποιμάνει. Τό πολυσχιδές ἔργο του στήν Ἱερά Μητρόπολή του εἶναι γνωστό σέ ὅλους μας. Καί ἀντικατοπτρίζεται καί τούτη τήν ὥρα στόν παριστάμενο περιούσιο λαό τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μαρτυρεῖ τή δράση τοῦ κεκοιμημένου Ἱεράρχου καί φανερώνει τόν θεῖο καί κατ᾽ ἐπίγνωση ζῆλο του γιά τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ὅμως, ἐπειδή «τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου παράγει» (Α´ Κορ. ζ´, 31), «καί ὁ κόσμος παράγεται καί ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ· ὁ δέ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, μένει εἰς τόν αἰῶνα» (Α´ Ἰω. β´, 17), ὁ ἐκλιπών Ἱεράρχης, «χαράν χαίρων» μετατίθεται στήν ἀγήρω ζωή, ἀποδεικνύοντας τό τοῦ Ἁγίου Μαξίμου: «ὁ μετά πράξεως γινώσκων καί μετά γνώσεως πράττων, θρόνος καί ὑποπόδιον ἐστιν τοῦ Θεοῦ. Θρόνος μέν διά τήν γνῶσιν· ὑποπόδιον δέ διά τήν πρᾶξιν» (Μαξίμου ὁμολ. ὁμιλ. ε´, Ἑκατοντάς α´). Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἐκοσμεῖτο ἀπό ἀρετές, οἱ ὁποῖες ἐμπρέπουν σέ ἄνδρα πού τοῦ ἔχει ἀπό τόν Θεό ἀνατεθεῖ τόσο ὑψηλή ἐκκλησιαστική διακονία.
Γνώρισμά του ἦταν ἡ ἄδολη ἀγάπη, ἡ ἁπλότητα, ἡ ἀνεξικακία, ἡ κοινωνικότητα, ἡ φιλοτιμία, ἡ ἐλεημοσύνη, καί ὅλα αὐτά τά θεῖα χαρίσματα μαζί μέ πολλές ἄλλες ἀρετές, τόν ἀνέβαζαν πολύ ψηλά στά μάτια τῶν ἀνθρώπων, ἀκόμη καί ἐκείνων πού ἦταν ἀρνητικοί ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας ἤ καί αὐτῶν ἀκόμη τῶν ἐχθρῶν της. Γλυκύς καί μειλίχιος, πρᾶος καί ἁπλός, σέ ὅλους προσηνής καί εὐπροσήγορος, αὐθόρμητος καί ἀληθινός, ἔχοντας τήν καρδιά του πεπληρωμένη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, «ἀληθῶς Ἰσραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι», ἀκτινοβολοῦσε τήν εὐγένεια τῶν ἐκλεκτῶν βλαστῶν τοῦ εὐλογημένου καί εὔαδρου αὐτοῦ τόπου.
Ποιός δέν μαρτυρεῖ τίς ἀρχιερατικές ἀρετές του; Ποιός μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει τήν πατρική ἀγάπη του γιά τόν ἱερό Κλῆρο καί τίς μοναστικές Ἀδελφότητες, νά μήν ἀναγνωρίσει τήν ἀγωνία του γιά τήν ἱεροπρέπεια, τήν εὐταξία καί τήν κοσμιότητα τῶν ἱερέων καί τήν εὐπρέπεια τῶν ἱερῶν ναῶν; Ποιός ἀγάπησε περισσότερο τήν ἐφαρμογή τῆς γνήσιας λειτουργικῆς παραδόσεως κατά τίς καθημερινές σχεδόν θεῖες Λειτουργίες; Ποιός ἔτρεχε συνεχῶς παντοῦ γιά νά δώσει τήν μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ στό ἀγαπημένο του ποίμνιο, νά συγχαρεῖ μέ τίς χαρές καί νά συμπάσχει μέ τίς λύπες τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων καί νά τούς παρηγορεῖ; Νά λειτουργεῖ ἀνελλιπῶς καί νά ἐπισκέπτεται ἀκόμη καί τά πιό ἀπομακρυσμένα χωριά, καί μάλιστα μεγάλες ἑορτές, γιά νά δώσει χαρά στούς ξεχασμένους ἀπό ὅλους πιστούς τῆς ὑπαίθρου;
Ὡς γνήσιος Ποιμένας κατά τόν Σοφό Σειράχ ὄντως «ἐζήλωσεν τό ἀγαθόν καί οὐκ ἐπῃσχύνθη». Γιατί ἐπιτελοῦσε τό ἔργο του, πού ἦταν χωρισμένο σέ πολλούς τομεῖς —μέ κυριότερους τόν Διοικητικό, τόν Ποιμαντικό, τόν Κοινωνικό, τόν πολιτιστικό καί τόν ἐπιστημονικό— μέ ἀρτιότητα, μέ μέγιστη φιλοπονία καί θυσίες. Ἀφοῦ ἔβαλε τήν χεῖρα του ἐπί τό ἄροτρον τῆς θεοφιλοῦς ἐργασίας του, ἀγωνιζόταν καθημερινά νά ἀποβεῖ «εὔθετος εἰς τήν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν», τό ὁποῖο ὅλοι μας εὐχόμαστε αὐτή τήν ὥρα, δεόμενοι γιά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς του πρός τόν Κύριον.
Ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, στερήθηκε μέ τήν κοίμηση τοῦ ἐκλιπόντος Μέλους της, ἕνα γνήσιο καί παραδοσιακό Κρητικό Ἱεράρχη, συνετό, ἄκακο, πρόθυμο, φιλότιμο, ἀνεπιτήδευτο, ὑπάκουο στίς Ἀποφάσεις της, μέ ἀληθινό καί σπάνιο ἐκκλησιαστικό φρόνημα καί ἦθος, ἔχοντας σέ κάθε περίπτωση καλή πρόθεση καί ἀγαθή προαίρεση γιά τίς ὑποθέσεις καί τά θέματα τῆς Ἐκκλησίας. Ἦταν πάντοτε ταπεινός καί προσηνής πρός τόν Σεβ. Πρόεδρον τῆς Συνόδου καί τήν Πρεσβυτέρα Ἱεραρχία, γλυκύς, ἐγκάρδιος καί ἀδελφικός πρός ὅλους ἐμᾶς τούς νεώτερους ἀδελφούς. Πρόεδρος σέ πολλές Συνοδικές Ἐπιτροπές καί γιά ὅλα τά χρόνια τῆς ἀρχιερατείας του Πρόεδρος τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς γιά τίς Αἱρέσεις καί ἐκπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στά ἀντιαιρετικά συνέδρια πού διοργάνωσε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Πρόεδρος τοῦ Συμβουλίου Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχιτεκτονικῆς Κρήτης καί Δωδεκανήσου καί τῆς Ὑπηρεσίας Δόμησης Κρήτης καί Δωδεκανήσου. Ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης σέ πολλά συμβούλια τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας, κυρίως σέ θέματα ἐκκλησιαστικῆς ἐκπαίδευσης, καί ἱδρυτής τῆς νεοσύστατης Σχολῆς Μαθητείας Ὑποψηφίων Κληρικῶν Κρήτης, τήν ὁποία μέ ἔνθεο ζῆλο, ἀγάπη καί πατρική φροντίδα ἵδρυσε καί ἀπό φέτος φιλοξενεῖ στή Μητρόπολή του.
Ὁ Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου Δαμασκηνός συνέβαλε τά μέγιστα γιά τή δόξα τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου στήν Ἐκκλησία καί ἐργάσθηκε ἄοκνα καί «ἐν παντί ἔργῳ αὐτοῦ, κατηύθυνε πρός Θεόν τήν καρδίαν αὐτοῦ». Καί ἡ καρδιά του ἦταν μεγάλη καί χωροῦσε τούς πάντες, ἀκόμη καί τούς ἐχθρούς του. Καί ὅσους τόν πίκραναν, πού δυστυχῶς δέν ἦταν λίγοι, καί μάλιστα ἐκεῖνοι πού εὐεργετήθηκαν σκανδαλῶς ἀπό τήν πατρική του ἀγάπη, τήν πνευματική του ἀρχοντιά, τήν ἀγαθότητα καί τήν ἁπλότητά του. Καί αὐτούς ἀκόμη πού τόν ἐκμεταλλεύτηκαν πρός ἴδιον ὄφελος, ἀνέλιξη καί προβολή. Καί ἐκείνους πού νόμιζαν ὅτι ἦταν ἀγαθός καί ἀφελής ἤ ὅτι δέν ἀντιλαμβάνεται. Μοῦ ἔλεγε συχνά: «Ἀδελφέ, νομίζουν πολλοί ὅτι δέν καταλαβαίνω. Ἀλλά ὅλα τά γνωρίζω καί τά κατανοῶ. Ὅμως δέν μιλάω καί τούς ἀφήνω στή χάρη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος ἄς ἐνεργήσει. Κάνω ὑπομονή, ὅπως οἱ Ἅγιοί μας». Τώρα χαίρει μέ τούς πολλούς Ἁγίους καί τούς δικαίους στήν ἐπουράνια Βασιλεία, ἰδιαίτερα μέ τούς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, τούς ὁποίους μιμήθηκε, εἶχε σέ εὐλάβεια καί τιμοῦσε στή ζωή του, ὅπως ἄλλωστε πράττει κάθε συνεπής Ἱεράρχης στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στίς ὑποσχέσεις του κατά τήν ὥρα τῆς χειροτονίας.
Ἡ μυστηριακή ζωή τήν ὁποία βίωσε ἀποτελεῖ «φάρμακον ἀθανασίας» καί «ἀντίδοτον τοῦ μή ἀποθανεῖν» κατά τόν Ἀπόστολον (Ἐφ. κ´, 2). Γι᾽ αὐτό καί Κύριος τόν ἀξίωσε καί μετάλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων λίγες ὧρες πρίν παρδώσει στά χέρια του τήν ἁγνή καί ἄδολη ψυχή του. Οἱ ἀσθένειες τῆς σαρκός, ἀλλά καί ὁ βαθύς ψυχικός πόνος καί ἡ ἀνθρώπινη ἀχαριστία, πού ὑπέμεινε ὑποδειγματικά στή ζωή του, ἀποκάθαραν τήν καρδιά του ἀπό κάθε γήινο βάρος. Καί τούς τελευταίους μῆνες τῆς ζωῆς του, πού εἶχε πλήρη ἐπίγνωση ὅτι τό τέλος ἐγγίζει, ἀντιμετώπιζε, ὅπως οἱ Ἅγιοι τῆς πίστεώς μας, τόν θάνατο μέ χαρά. Τή χαρά τῆς ἐλευθερίας ἀπό τό βάρος τῆς ἐπίγειας ζωῆς. Γιατί ὁ θάνατος εἶναι γέννηση στήν ἀληθινή ζωή καί ὅρος τῆς Ἀναστάσεως.
Αὐτό τό βίωνε καί τό πίστευε βαθειά μέσα του. Καί ὅταν πρίν ἀπό λίγους μῆνες κάποιοι ἄνθρωποι τούς ὁποίους πάντοτε τιμοῦσε καί ἀγαποῦσε ἤθελαν καί ἐκεῖνοι νά τοῦ ἀνταποδώσουν τήν ἀγάπη τους καί νά τόν βραβεύσουν, δέν δίστασε νά ὁμολογήσει ἐνώπιον ὅλων ἔνδακρυς ὅτι τό τέλος του πλησιάζει συγκινώντας τούς πάντες: «Τώρα πού βρίσκομαι προφανῶς πρός τό τέλος τῆς ζωῆς μου», εἶπε μεταξύ ἄλλων στήν εὐχαριστιακή ἀντιφώνησή του, «ἐλπίζω ὅτι αὐτό τό ὁποῖο ἐγώ προσφέρω προσωπικά, εἶναι αὐτό τό ὁποῖο ὑπεσχέθην κατά τήν ἡμέρα τῆς ἐνθρονίσεως μου. Ὅταν εἶπα “Δῶστε μου τήν ἐμπιστοσύνη σας”, καί ἐγώ τή ζωή μου. Ἐλπίζω ὅτι μέσα ἀπό ὅλα αὐτά, θά μέ ἐλέγξει καί ἐμένα ὁ Θεός γιά ὅ,τι ἔχω κάνει στή ζωή μου… Συνεπῶς δέν ἔκανα τίποτα προσωπικό. Ὅλα εἶναι ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καί ἔτσι θέλω νά τό βλέπω. Ἡ ζωή μου ἦταν πολύ δύσκολη, ἀλλά κατόρθωσα μέσα ἀπό τήν ἐπιμονή μου καί μέσα ἀπό τήν μελέτη καί τήν ἐργασία νά μπορέσω νά προσφέρω στήν κοινωνία καί πάνω ἀπ᾽ ὅλα στήν Ἐκκλησία».
Ἔτσι ἔζησε καί πολιτεὐτηκε ὁ ἀπελθών Μητροπολίτης Δαμασκηνός. Τώρα ὅμως σίγησε καί κεῖται ἄπνους καί ἄφωνος. Καί τό ποίμνιο ἔχασε τόν Ποιμένα του. Ὁ ἱερός κλῆρος καί οἱ μοναστικές ἀδελφότητες τόν ἅγιο καί συνετό ἡγούμενό τους. Τά πνευματικά του τέκνα τόν ἀληθινό πατέρα τους. Ἡ σεβασμία χορεία τῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης τόν ἐπίλεκτό Ἱεράρχη της. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τό σταθερό ὑπόδειγμα Ἱεράρχου Ἁγίου καί σώφρονος. Ὁ στοργικός Πατέρας μετέβη ἀπό τόν κόπο στήν ἀνάπαυση. Ἀπό τήν ταλαιπωρία τῆς παρούσης ζωῆς στήν ἄνεση, ἀπό τήν τρικυμία στή γαλήνη, ἀπό τό πέλαγος στό ἀσφαλές λιμάνι, ἀπό τή σκοτία τοῦ κόσμου τούτου στό φῶς, ἀπό τόν θάνατο στήν ὄντως ζωή. Στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν χαίρει τώρα ὁ Μητροπολίτης Δαμασκηνός καί ἀναπαύεται ἀπό τούς κόπους του. Καί εἶναι ἄξιο χαρᾶς τό ὅτι γιά μᾶς τούς χριστιανούς ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ξένη πρός τό παρόν. Γι᾽ αὐτό ἄς μή λυπούμαστε, γιατί ὁ ἀπελθών Πατέρας τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας μας δέν ἀπομακρύνθηκε ἀπό κοντά μας. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιώνεται γιά μᾶς ἀπό τώρα. Καί λυπούμενοι καί δοκιμαζόμενοι γιά τήν κοίμηση τοῦ Ἀδελφοῦ μας, ἀπολαμβάνουμε τήν πρόγευση τῆς μελλούσης βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
Εἶναι ἀληθινός ὁ λόγος ὅτι ἡ ἀγάπη ζεῖ περισσότερο στούς Οὐρανούς, καί ὅτι οἱ ἁγιασμένες ψυχές τῶν κεκοιμημένων, παρίστανται στίς Λειτουργικές Συνάξεις. Καί κατά τήν πατερική διδασκαλία οἱ ἅγιοι στόν Οὐρανό συμμετέχουν μέ τούς Ἀγγέλους στή σωτηρία τῶν ζώντων. Οἱ ψυχές, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, φθάνουν στήν Πολιτεία τῶν Οὐρανίων Ἱεραρχῶν, πάνω ἀπό τόν οὐρανό, τόν ἀέρα καί τά ἀστέρια. Ἐκεῖ εἶναι ἡ Ἐδέμ, ἡ ὁποία ἔγινε τό προπύλαιο τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, εἶναι «ὁ κόλπος τοῦ Ἀβραάμ», ὅπως διδάσκουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Τό μέν σῶμα του ἐντός ὀλίγου θά ἀναπαυθεῖ, σύμφωνα μέ τήν ἐκφρασθεῖσα ἐπιθυμία του, στή Μονή τῆς μετανοίας του, στή λατρεμένη του Ἁγία Τριάδα. Ἐκεῖ πού σχεδίαζε νά περάσει τά τέλη τῆς ἐπίγειας ζωῆς του ὡς ἐφησυχάζων Μητροπολίτης καί νά ζήσει, ὅπως μοῦ ἔλεγε, ὡς ἁπλός κρητικός καλόγερος. Ἡ δέ ἁγιασμένη ψυχή του, ἀφοῦ διέλθει τά ἱερά προσκυνήματα καί σκηνώματα τῆς Ἐπαρχίας του, θά βρεθεῖ στό μέσο τοῦ Πάτρωνος τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης Ἁγίου Ἀποστόλου Τίτου καί ὅλων τῶν Τοπικῶν Ἁγίων, τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Ἐρημίτου καί τῶν σύν αὐτῷ Ὁσίων Πατέρων, τῶν ὁσίων Γερασίμου καί Ἀκακίου τῶν νέων ἀσκητῶν, τῶν νεομαρτύρων Γεωργίου τοῦ Διβόλη καί Καλλινίκου Ἐπισκόπου Κυδωνίας καί ὅλων τῶν ἁγαπημένων του Κρητῶν Ἁγίων, μέσα στήν οὐράνια καί ἀτελεύτητη χαρά.
Ἐκεῖ, στήν ἀνέσπερη Βασιλεία, Σεβ. Ἁρχιεπίσκοπε Κρήτης κ.κ. Εὐγένιε, πού προεξάρχετε σέ αὐτήν τήν ἱερά Ἀκολουθία καί Προεδρεύετε χάριτι καί εὐδοκίᾳ Θεοῦ τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης,
Ἐκεῖ, στή Χώρα τῶν Ζώντων, Σεβ. Μητροπολίτα Κισάμου καί Σελίνου κ. Ἀμφιλόχιε, Τοποτηρητά τῆς ἱερᾶς ταύτης Μητροπόλεως, πού ἡ χάρις καί τό ἔλεος τοῦ πολυεύσπλαγχνου Θεοῦ οἰκονόμησε νά βρεθεῖτε κοντά στόν πολύκλαυστο Ἀδελφό μας τίς τελευταῖες στιγμές τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, νά βιώσετε τήν ὁσιακή κοίμησή του, νά τοῦ κλείσετε τά μάτια, καί νά φροντίσετε ὡς ἀληθινός καί γνήσιος ἀδελφός τό ἱερό του σκήνωμα, μέ ἀγόγγυστους συγκυρηναίους τόν αὐτάδελφό του Ἡγούμενο Ἀρχιμ. Ἀμφιλόχιο καί τόν πιστό Πρωτοσύγκελλό του Ἀρχιμ. Νικηφόρο, πού παρέμειναν ἀφοσιωμένοι δίπλα του μέχρι τήν ἔσχατη στιγμή,
Ἐκεῖ, στά ἐπουράνια σκηνώματα, Σεβ. καί Θεοφιλ. ἅγιοι Ἀδελφοί καί Πατέρες, εὐχηθεῖτε νά βρεθεῖ ἡ ψυχή τοῦ μεταστάντος ἐκκλησιαστικοῦ ἀνδρός καί Ἀδελφοῦ μας, σέ τόπο φωτεινό, σέ τόπο χλοερό, σέ τόπο ἀναψύξεως, ὅπως πολλές φορές στή ζωή του ὡς Ἱερεύς καί Ἀρχιερεύς καί ἐκεῖνος εὐχήθηκε γιά τίς ψυχές τῶν ἄλλων χριστιανῶν, κατά τήν ἐπί γῆς διακονία του.
Ὅσο ζοῦμε στόν παρόντα κόσμο τῶν αἰσθήσεων, ἡ Ἀλήθεια ἀποκαλύπτεται μέ τόν λόγο. Μπροστά ὅμως ἀπό τό σιωπηρό σκήνωμα τοῦ ἀοιδίμου Μητροπολίτου Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου Δαμασκηνοῦ τά πάντα δοκιμάζονται μέσα στό μυστήριο τῆς σιωπῆς. Ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς ὁ Ἀδελφός μας θά μᾶς μιλάει καί θά μᾶς διδάσκει ἀπό τόν οὐρανό. Γιατί οἱ κεκοιμημένοι Ἀδελφοί καθοδηγοῦν ἐμᾶς τούς ζῶντες.
Εἶναι ἀληθινός ὁ άσκητικός λόγος τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ὅτι «οἱ λόγοι εἶναι ὄργανον τοῦ παρόντος αἰῶνος, ἡ δέ σιωπή εἶναι τό μυστήριον τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Ὅσα καί ἄν ποῦμε μέ τά λόγια δέν διασαφανίζουμε οὔτε σκιαγραφοῦμε ἐπακριβῶς τό μυστήριο τῆς ζωῆς ἑνός Ἐπισκόπου τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο. Ἄς παραδώσουμε στή σιγή, στή χρυσή σιωπή, ὅσα ὁ ἀδύνατος ἀνθρώπινος λόγος μας δέν μπόρεσε νά συμπεριλάβει καί ἀπευθυνόμενοι στόν ἀπερχόμενο Ἀδελφό μας, ἄς τοῦ ποῦμε γιά ὕστατη φορά: «Δαμασκηνοῦ τοῦ Σεμασμιωτάτου καί θεοπροβλήτου Μητροπολίτου τῆς Ἁγιωτάτης Μητροπόλεως Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου, Ὑπερτίμου καί Ἐξάρχου Κρητικοῦ καί Μυρτώου Πελάγους», Αἰωνία ἡ μνήμη καί ἄληστος.
Ἄς ἔχουμε ὅλη τήν ἁγία εὐχή του. Ἀμήν!